Τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών αυτής της Κυριακής φαίνεται ότι θα σηματοδοτήσουν την είσοδο σε μια νέα πολιτική περίοδο, ότι θα παρουσιάζουν στοιχεία ιστορικότητας. Ταυτόχρονα, θα αποζημιώσουν όσους ένιωσαν να βαριούνται για την παράταση του προεκλογικού χρόνου και την ύπαρξη ενός πολιτικού διαλόγου που δεν έκανε τους πολίτες σοφότερους και έδειξε την αδυναμία της αντιπολίτευσης στο σύνολό της να αφομοιώσει τα μηνύματα των πρώτων εκλογών, συνεχίζοντας με μια από τα ίδια. Είναι σίγουρο, δε, ότι θα δρομολογήσουν έντονο προβληματισμό, σοβαρές πολιτικές διεργασίες σε κόμματα. 

Το ύψος της εκλογικής επίδοσης της Νέας Δημοκρατίας, που φαίνεται αυτές τις ώρες δημοσκοπικά να μπορεί να φτάσει και το 45%, σε συνδυασμό με το βαθμό πτώσης των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ, που δείχνει να έχει και νέες απώλειες φτάνοντας στο 17,5%-18%, και επομένως το μέγεθος της διαφοράς, αντικειμενικά θα διαμορφώσουν έναν νέο πολιτικό χάρτη. Θα υπάρχει μια ισχυρή κυβέρνηση και μάλιστα μετά από κυβερνητική θητεία και ταυτόχρονα ένα πρωτόγνωρο πλήγμα για τη βασική δύναμη της αντιπολίτευσης μαζί μια διαφορά-ρεκόρ. Ουσιαστικά θα διαμορφώνεται ένα νέο πολιτικό σκηνικό, με ανύπαρκτη την έννοια του δικομματισμού. 

Σε κάθε περίπτωση, θα υπάρχει μια ισχυρή κυβέρνηση και ένας ισχυρός πρωθυπουργός που θα έχουν απέναντι βασικά τα προβλήματα και τις υψηλές προσδοκίες που έχουν δημιουργηθεί. Δεν θα έχουν άλλοθι, δεν θα έχουν πίστωση χρόνου. Είναι σαν να έχει μιλήσει ο λαός και να έχει πει κυρίως στον Κυριάκο Μητσοτάκη: «Σου έδωσα όλη την δύναμη να αντιμετωπίσεις τα προβλήματά μου, να προχωρήσεις σε θαρραλέες αλλαγές, μεγάλες μεταρρυθμίσεις. Κάν’ το».  

Σοβαρές διεργασίες 

Από την άλλη, θα υπάρχει μια μειωμένης ισχύος στο σύνολό της Κεντροαριστερά, που έχει να συζητήσει πολλά, μα πάρα πολλά, αν θέλει να έχει μέλλον. Πρωτίστως ο ΣΥΡΙΖΑ, που τα ποσοστά του θα δείχνουν τέλος εποχής και θα βρεθεί μπροστά σε μείζονα ταυτοτικά, φυσιογνωμικά, ιδεολογικά, πολιτικά διλήμματα. Παράλληλα και το ΠΑΣΟΚ θα πρέπει να δει καλύτερα την πραγματικότητα και την πορεία του, αφού, παρά την όποια άνοδο έχει σε σχέση με το 8,1% του 2019, θα πρέπει να ξεπεράσει την ασάφεια προσανατολισμού και την έλλειψη στρατηγικής, αν θέλει να δει να ανεβαίνουν οι μετοχές του στο πολιτικό παιχνίδι και να πρωταγωνιστήσει σαν μια εν δυνάμει δύναμη εξουσίας. Είναι σίγουρο επομένως ότι θα τρέξουν σοβαρές διεργασίες στο επόμενο διάστημα, δεδομένου ότι θα έχουμε εκλογές στην Αυτοδιοίκηση τον Οκτώβριο και ευρωεκλογές μόλις σε ένα χρόνο. 

Ωστόσο, δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί και το πόσα κόμματα θα μπουν στη Βουλή, ακόμα και το γεγονός ότι κόμματα που χαρακτηρίζονται από αντισυστημισμό, ανορθολογισμό, αντιδυτικισμό θα συμπληρώνουν συνολικά 15%-20% είτε τελικά κάποια μπουν και κάποια όχι. Κατ’ ουσία, θα υποδηλώνεται μια μετάλλαξη του λαϊκισμού και μια αναζήτηση από ένα μέρος της κοινωνίας νέων εκφραστών. Θα είναι λάθος η υποτίμηση αυτού του γεγονότος. 

Τι συμβαίνει όμως με αυτά τα κόμματα αυτή τη στιγμή; Τα δύο κόμματα από το χώρο της Αριστεράς (Πλεύση Ελευθερίας, ΜέΡΑ25) και τα τρία κόμματα του πέραν της Νέας Δημοκρατίας δεξιού χώρου και της Ακροδεξιάς (Ελληνική Λύση, Νίκη, Σπαρτιάτες) δίνουν μάχη για την υπέρβαση του κρίσιμου για την είσοδό τους στη Βουλή 3%, με τα ποσοστά να αλλάζουν πλέον καθημερινά και να διαμορφώνονται οριακές καταστάσεις.
Δεν υπάρχουν τετελεσμένα, ούτε ποσοστά σιγουριάς για κανένα από αυτά τα κόμματα. Λογικά από τα δύο αριστερά κόμματα που έχουν αλληλεπικαλυπτόμενα κοινά, ένα έχει τη δυνατότητα να επιβιώσει. Επίσης από τα τρία άλλα κόμματα, ένα ή δύο μπορεί ίσως να πετύχουν το στόχο. Ωστόσο, όσο εύκολο είναι να δούμε πεντακομματική Βουλή τόσο εύκολο ίσως αποδειχθεί να έχουμε επτακομματική ή και οκτακομματική Βουλή. 

Την οριστική απάντηση θα την πάρουμε όταν ανοίξουν οι κάλπες. Πολλά θα κριθούν σε λίγες χιλιάδες ψήφων. Πολλά θα κριθούν και από την αποχή. Ολα δείχνουν ότι αυτή η Κυριακή θα είναι συναρπαστική και ακόμα πιο συναρπαστική αναμένεται η συνέχεια...