-Και γιατί, μαμά, πρέπει να πάμε, για μια μέρα, στο χωριό;

-Επειδή πρέπει να ψηφίσω

-Και γιατί πρέπει να πάμε στο χωριό για να ψηφίσεις;

-Επειδή εκεί έχω τα εκλογικά μου δικαιώματα;

-Και γιατί δεν τα φέρνεις στην Αθήνα;

-Επειδή…

Και μέσα από τα συνεχή και επίμονα «γιατί» και τα ανεπαρκή «επειδή», συνειδητοποιείς ότι τελικά επιλέγεις να πηγαίνεις στο χωριό για τα… τσιπουράκια. Μα, τσίπουρο βρίσκεις και στην Αθήνα, ρε παιδί μου. Φυσικά, αλλά το… περιτύλιγμα είναι διαφορετικό. Φίλοι και συγγενείς δίνουν το ραντεβού στο τραπέζι όπου δεσπόζει το τσίπουρο, ξέροντας από πριν τι θα κυριαρχήσει στη συζήτηση, η κάλπη της επόμενης μέρας. Οι αποφασισμένοι, οι αναποφάσιστοι, οι μονίμως αντιδραστικοί που μέχρι το τρίτο ποτηράκι έχουν βρίσει και ακυρώσει όλους, οι ξερόλες που δεν δέχονται καμία διαφορετική άποψη, οι «πολιτισμένοι» που κάνουν ότι ακούν. Απ’ όλα έχει ο μπαξές, που λέμε. Αλλά έχει, κυρίως, αυτό που αναζητάμε, τον διάλογο…

Ευτυχώς δεν έχει… ξύλο, που συνέβαινε κάποτε και οδήγησε στον νόμο που απαγόρευε την πώληση αλκοόλ από τις πρώτες πρωινές ώρες του Σαββάτου μέχρι εκείνες της Δευτέρας μετά τις κάλπες, έχει, όμως, ένταση.

Κάποιοι σηκώνονται από το τραπέζι επιβεβαιώνοντας την επιλογή που είχαν ήδη κάνει, κάποιοι έχοντας διαμορφώσει θέση πάνω στο τραπέζι και κάποιοι ακόμα ψάχνονται….

Κι αν το μετανοιώσουν στην πορεία, ε, έφταιγαν τα λίγα περισσότερα ποτηράκια.

ΥΓ. Το μόνο σίγουρο είναι πως το τσίπουρο δεν έχει γλυκάνισο….