Σε μια απρόσμενη κίνηση που αιφνιδίασε τόσο το Κίεβο όσο και τη Δύση, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν ανακοίνωσε εκεχειρία για το Πάσχα, υποτίθεται ως ένδειξη ειρηνικής πρόθεσης. Ωστόσο, πίσω από τη «χειρονομία» αυτή, πολλοί βλέπουν έναν πολιτικό ελιγμό – ένα μήνυμα κυρίως προς την Ουάσιγκτον και ειδικά προς τον Ντόναλντ Τραμπ.
Σύμφωνα με ανάλυση του CNN, η ανακοίνωση ήρθε λίγο αφότου ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ και ο γερουσιαστής Μάρκο Ρούμπιο ζήτησαν ένα «σημάδι» από τη Μόσχα ότι ενδιαφέρεται πραγματικά για την ειρήνη. Η χρονική σύμπτωση κάνει την εκεχειρία να μοιάζει περισσότερο με ένα διπλωματικό νεύμα στον Τραμπ, παρά με ειλικρινή προσπάθεια αποκλιμάκωσης της έντασης.
Παρά τη φαινομενική θετική πρόθεση, η απόφαση της Μόσχας να επιβάλει μονομερώς παύση των εχθροπραξιών δημιουργεί περισσότερα ερωτήματα απ’ όσα απαντά. Η ουκρανική πλευρά αντιμετωπίζει τον κίνδυνο να διαταραχθεί ο σχεδιασμός των στρατιωτικών της επιχειρήσεων, ενώ η εφαρμογή μιας τόσο σύντομης εκεχειρίας απαιτεί συντονισμό και προετοιμασία που απουσιάζουν πλήρως.
Η σύγχυση ενισχύεται από το γεγονός ότι κάθε πλευρά παρουσιάζει διαφορετική ερμηνεία για το τι περιλαμβάνει η εκεχειρία. Η Ουάσιγκτον δήλωσε ότι καλύπτει ενεργειακές υποδομές, το Κρεμλίνο υποστήριξε ότι οι επιθέσεις σταμάτησαν άμεσα, ενώ το Κίεβο τόνισε πως η παύση ξεκίνησε με καθυστέρηση μίας εβδομάδας. Στο μεταξύ, οι ρωσικές επιθέσεις φαίνεται να συνεχίζονταν το ίδιο βράδυ σε σημεία της πρώτης γραμμής.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η Ρωσία ανακοινώνει μονομερώς μια τέτοια κίνηση. Το 2023, είχε ζητήσει «χριστουγεννιάτικη εκεχειρία» για τους Ορθόδοξους Χριστιανούς, η οποία επίσης απορρίφθηκε ως τακτική παύση για ανασύνταξη.
Η συγκεκριμένη «πασχαλινή» πρωτοβουλία, παρότι παρουσιάζεται ως ειρηνική χειρονομία, φαίνεται περισσότερο ως εργαλείο πίεσης προς τη Δύση και ενίσχυσης της ρητορικής Τραμπ, ενόψει πιθανής επανόδου του στον Λευκό Οίκο. Σε περίπτωση αποτυχίας, μπορεί να χρησιμοποιηθεί από το Κρεμλίνο για να κατηγορήσει το Κίεβο για αδιαλλαξία.
Καταλήγοντας, η εκεχειρία αυτή, όσο θεατρική και αν μοιάζει, είναι ένα ακόμη επεισόδιο στη μάχη της εικόνας και της διπλωματικής επιρροής – και λιγότερο μια πραγματική προσπάθεια για ειρήνη.