Το ερώτημα δεν επιδέχεται τόσο εύκολη απάντηση όσο δείχνει εκ πρώτης όψεως, ούτε απαραίτητα τόσο ευτράπελη όσο υπονοείται. Ας προσπαθήσουμε εντούτοις να το εξετάσουμε κατ’ αρχάς όσο πιο ανάλαφρα μπορούμε, όπως θα το εξέταζε ένας ερασιτέχνης φυσιογνωμιστής, θαυμαστής του πρωτοπόρου ψυχιάτρου κι εγκληματολόγου Τσέζαρε Λομπρόζο (1835-1909), διάσημου για το περίφημο – αλλά τόσο πια ξεπερασμένο – πόνημά του «Ο εγκληματίας άνθρωπος» (1876).

του Πέτρου Τατσόπουλου

Πράγματι, εάν παρατηρήσουμε εκ του προχείρου τις φυσιογνωμίες του Αδόλφου και του Βλαδίμηρου, θα καταλήξουμε στην εξής αυτονόητη διαπίστωση: είναι και οι δύο κοινοί, μικρόσωμοι τύποι, από εκείνους που προσπερνούμε στον δρόμο χωρίς να τους ρίξουμε δεύτερη ματιά, εκτός από ένα -το ίδιο – χαρακτηριστικό: τα μάτια τους. Γοητευτικά γαλάζια μάτια (στην περίπτωση του Χίτλερ, μάλιστα, ορισμένοι αυτόπτες διατείνονταν ότι είχαν και υπνωτιστική επίδραση πάνω στους συνομιλητές του). Η Ντόρα Μπακογιάννη που, ως υπουργός Εξωτερικών, είχε την ευκαιρία να παρατηρήσει τον Πούτιν εκ του σύνεγγυς, μου είχε πει το 2013, σε ένα από τα ταξίδια της ελληνικής κοινοβουλευτικής αντιπροσωπείας προς το Στρασβούργο, όπου εδρεύει το Συμβούλιο της Ευρώπης: «Εχει το βλέμμα αιλουροειδούς-είναι αιλουροειδές». Αδιαμφισβήτητο γεγονός είναι πως τόσο ο Χίτλερ όσο και ο Πούτιν, είτε πάνθηρες είτε όχι, κατασπάραξαν ανυπολόγιστο αριθμό ανθρώπων (εντάξει: ο πρώτος διατηρεί σταθερά το προβάδισμα, αλλά και ο δεύτερος δεν έχει ξεδιπλώσει ακόμη όλες τις πτυχές του φονικού του ταλέντου), δεδομένου όμως ότι άλλοι κατά συρροήν δολοφόνοι, με λιγότερο σαγηνευτικό βλέμμα και περισσότερο εντυπωσιακό σωματότυπο, έδρασαν εξίσου ολέθρια, ας μην ασχοληθούμε περαιτέρω με το παρουσιαστικό τους. Ο Λομπρόζο πέθανε και, πολύ πριν από αυτόν, εξέπνευσε η θεωρία του.

Γύρω από τον Χίτλερ και την ερμηνεία των κινήτρων του έχουν αφιερωθεί δεκάδες χιλιάδες σελίδες, ενώ και ο Πούτιν, λίγους μήνες προτού κλείσει τα εβδομήντα του εφέτος τον Οκτώβριο (ήδη δεκατέσσερα χρόνια περισσότερα από τον Αδόλφο – και το κοντέρ συνεχίζει να γράφει), έχει πιάσει το δικό του στασίδι στη βιβλιογραφία ανά την υφήλιο. Οσον αφορά τον ένοικο του Κρεμλίνου αναφέρουμε ενδεικτικά τρεις τίτλους, από εκείνους που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά: «Η Ρωσία του Πούτιν» (Οξύ, 2005) της Αννας Πολιτκόφσκαγια, μιας δημοσιογράφου που ξεσκέπασε τα αποτρόπαια εγκλήματα του Βλαδίμηρου στην Τσετσενία και πλήρωσε με τη ζωή της το θάρρος της, «Ερχεται χειμώνας» (Επίκεντρο, 2018) του Γκάρι Κασπάροφ, θρυλικού παγκόσμιου πρωταθλητή σκακιού που δεν ακολούθησε τη ζοφερή μοίρα όσων επωνύμων επικρίνουν δημόσια τον Πούτιν επειδή κατέφυγε εγκαίρως στις Ηνωμένες Πολιτείες και, τέλος, «Ο νέος τσάρος» (Πεδίο, 2021) του ΣτίβενΛι Μάγιερς, μια εξονυχιστική, διεισδυτική και όχι λιγότερο βιτριολική δίτομη βιογραφία που διανεμήθηκε πρόσφατα μαζί με τα σαββατιάτικα «ΝΕΑ».

Η αντιπαραβολή βιογραφιών των δύο δικτατόρων (νομιμοποιούμαστε πλέον, εικάζω, να αποκαλούμε δικτάτορα και τον Πούτιν, αφ’ ης στιγμής ο ένας μετά τον άλλον οι δυτικοί ηγέτες, με πιονιέρο τον Μπόρις Τζόνσον, αφήνουν κατά μέρος τις διπλωματικές υπεκφυγές και λένε τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη) αναδεικνύει τόσο τις ομοιότητες όσο και τις διαφορές τους. Η πρώτη τους ομοιότητα δεν έχει να κάνει τόσο με την ταπεινή καταγωγή αμφοτέρων, όσο με την εθνική ταπείνωση που κληρονόμησαν σε διαφορετική ηλικία – στα είκοσι εννέα του χρόνια ο Αδόλφος (1918), στα τριάντα εννέα του χρόνια ο Βλαδίμηρος (1991) – κι έθεσαν ως στόχο ζωής να πάρουν κάποτε τη ρεβάνς. Ο Χίτλερ μιλούσε πάντοτε για τον «ζωτικό χώρο» της Γερμανίας, που τον προσδιόριζε ως επέκταση προς Ανατολάς με παράλληλη υποδούλωση των «υπάνθρωπων» Σλάβων και εξόντωση των απανταχού Εβραίων, ενόσω ο Πούτιν, μοναχογιός ενός από εκείνους τους Σλάβους που αντιστάθηκαν στις ορδές του Χίτλερ και με καριέρα επαρχιακού γραφειοκράτη μάλλον παρά μυστικού πράκτορα στη Δρέσδη της Ανατολικής Γερμανίας, δεν συνήλθε ποτέ από τη διάλυση της σοβιετικής αυτοκρατορίας, για την οποία και θεώρησε εξαρχής υπεύθυνους τους κομμουνιστές (η αναφορά στο πρόσφατο διάγγελμά του περί «αχαριστίας» των Ουκρανών απέναντι στον Λένιν που τους έκανε «δώρο» την ανεξαρτησία τους μπορεί να αιφνιδίασε δυσάρεστα τους δικούς μας κομμουνιστικούς δεινόσαυρους, αλλά είναι θεμελιώδες στοιχείο της ρητορικής του Πούτιν, ήδη από το 2000 και την πρώτη προεκλογική του εκστρατεία). Πιο εκρηκτικός ως ιδιοσυγκρασία ο Χίτλερ, οπαδός μιας «μποέμικης» στάσης ζωής ακόμη και όταν τα πάντα γύρω του κατέρρεαν -προτιμούσε να βάζει τους άλλους να ταλανίζονται γύρω από το τι σκέφτεται, παρά να σκέφτεται ο ίδιος -, πιο συγκρατημένος ο Πούτιν, πιο μεθοδικός, η «σιγανοπαπαδιά» που μπορεί να περιμένει και δεκαετίες στο παρασκήνιο προτού κρίνει ότι «ήρθε η ώρα» της, συνδέονται εντούτοις με μια ομοιότητα που υπερέχει όλων των υπολοίπων ομοιοτήτων κι εν πολλοίς τις καθορίζει: την ανελέητη απαξίωση για τις ζωές των άλλων. Προκειμένου να παραμείνουν στην εξουσία υπακούουν μονάχα σε μια αχαλίνωτη, αταβιστική παρόρμηση: γαία πυρί μιχθήτω.

Οι διαφορές ανάμεσα στους δύο δικτάτορες είναι περισσότερο διαφορές προσχημάτων παρά ουσίας και ανάγονται στις διαφορές των εποχών που τους έλαχε να δράσουν: εβδομήντα επτά χρόνια μετά την ολοκληρωτική συντριβή του ναζισμού, ο Πούτιν, αφού πρώτα δοκιμάζει επί μακράν τα νωθρά αντανακλαστικά της Δύσης, όμοια με τον Χίτλερ στο Μόναχο το 1938, δεν έχει κανένα πρόβλημα κατόπιν να εισβάλει στην Ουκρανία βαφτίζοντας την εισβολή του ως επιχείρηση «αποστρατιωτικοποίησης» και «αποναζιστικοποίησης» επιπροσθέτως, τη χρίζει και «ειρηνευτική», όπως έχρισαν και οι Τούρκοι το 1974 τη δική τους εισβολή στην Κύπρο, αποδεικνύοντας ότι το λιγότερο που ενοχλεί διαχρονικά τους απανταχού εισβολείς είναι η έλλειψη πρωτοτυπίας. Για την έλλειψη σεβασμού προς το Διεθνές Δίκαιο και προς τη δική του υπογραφή κάτω από τις διακρατικές συμφωνίες, δεν μπαίνουμε καν στον κόπο να κάνουμε λόγο. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Χίτλερ, όχι μόνο δεν θεωρεί την παραβίαση των συμφωνιών ως έγκλημα καθοσίωσης, αλλά μάλλον ως προαπαιτούμενη.

Υφίστανται ωστόσο και δύο σημαντικότατες διαφορές ανάμεσα στη Γερμανία του 1939 και στη Ρωσία του 2022: η ενεργειακή ομηρία της Ευρώπης από τη δεύτερη (και για να ολοκληρωθεί ο χλευασμός της Ιστορίας: πολυτιμότερος «όμηρος» της σημερινής Ρωσίας είναι η σημερινή Γερμανία), καθώς και το πυρηνικό οπλοστάσιο της ρωσικής αρκούδας. Ο Πούτιν έχει πλήρη επίγνωση ότι μπορεί να ισοσταθμίσει το έλλειμμά του σε συμβατικές στρατιωτικές δυνάμεις με τη χρήση πυρηνικών όπλων, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι – όπως παραδέχεται και ο ίδιος – από μια ανάλογη δαντική κόλαση δεν θα εξέλθει κανένας ζωντανός, πόσω μάλλον νικητής. Είναι ένα στρατηγικό αβαντάζ που δεν διέθετε ο Χίτλερ και που καθιστά τη «μοναξιά» της Ουκρανίας αβάσταχτη.
(Άρθρο του Πέτρου Τατσόπουλου, από τη στήλη του στα ΝΕΑ “Βουστροφηδόν)