Πέρασαν κιόλας δύο χρόνια από τον θάνατο (29 Μαρτίου 2019) της ίσως σημαντικότερης σκηνοθέτιδας του παγκόσμιου κινηματογράφου, του σπάνιου κοριτσιού, της “γιαγιάς της Nouvelle Vague”, της αξιολάτρευτης Ανιές Βαρντά. Μιας δημιουργού που μπήκε στη βιομηχανία του κινηματογράφου για να του δώσει το δικό της αποτύπωμα, με το ανάλαφρο άγγιγμά της, με την επαναστατική και γεμάτη θετική ενέργειά της, του ατρόμητου χαρακτήρα της. Γιατί εκτός από μία σπουδαία σκηνοθέτιδα, η Βαρντά ήταν και μια ξεχωριστή αντισυμβατική προσωπικότητα, μια …παλικαρού που δεν υποτάχθηκε ποτέ, γράφει σε σχετικό αφιεέρωμά του το ΑΠΕ.
Μία πρωτοπόρα φυσιογνωμία, που αφιερώθηκε στο ντοκιμαντέρ, το οποίο συνέθεσε δεξιοτεχνικά με ετερόκλητα στοιχεία και με τη φωτογραφία, την πρώτη της ενασχόληση, αλλά χαρίζοντάς μας και ορισμένες σπουδαίες ταινίες μυθοπλασίας, με κορυφαία στιγμή την “Κλεό 5 με 7”. Ένα, πραγματικά, συγκλονιστικό φιλμ- και μόνο με αυτό δικαίως μπορεί να εισβάλει στον στενό ανδροκρατούμενο κλειστό κύκλο των κορυφαίων σκηνοθετών, σπάζοντας ένα ακόμη στερεότυπο. Μαχητική φεμινίστρια τα κατάφερε περίφημα και όπως έλεγε η ίδια «Δεν είμαι καθόλου θεωρητικός του φεμινισμού, ό,τι έκανα το έκανα με τους δικούς μου όρους κι όχι για να το κάνω σαν άντρας».
Τα κύρια χαρακτηριστικά του πλούσιου κινηματογραφικού της κόσμου ήταν η ελευθερία, το φρέσκο βλέμμα της, οι ανεξάντλητες ιδέες της, κάνοντας το μεγάλο να μοιάζει σεμνό και το μικρό να μεταμορφώνεται σε θείο κι έχοντας πάντα το χάρισμα της περιζήτητης απλότητας στην τέχνη. Αλλά ήταν και η ανατρεπτική της διάθεση, η έμφαση στα εξωτερικά γυρίσματα και στην εξωστρέφεια, τα χρώματα, η χαρά της ζωής, οι αχτίδες φωτός που εξέπεμπε ακόμη και όταν είχε να διαχειριστεί τη μελαγχολία, τις δυσκολίες της ζωής, το βαρύ φορτίο των προσωπικών δραμάτων, την τραγωδία.
Η Βαρντά, γεννήθηκε στις 30 Μαΐου του 1928, στο Βέλγιο, από Γαλλίδα μάνα και Ρωμιό, Μικρασιάτη πατέρα (Βάρδας), έζησε τα παιδικά της χρόνια στην παραθαλάσσια Σετ, κοντά στο Μονπελιέ, στη Νότια Γαλλία, σε πλοιάριο. Άλλαξε το όνομά της από Αρλέτ σε Ανιές, σπούδασε στη Σορβόνη φιλοσοφία και λογοτεχνία και γρήγορα εντάχθηκε στο κίνημα της “Αριστερής Όχθης”, δίπλα στους Αλέν Ρενέ, Μαργκερίτ Ντιράς κ.λπ. Σε ηλικία μόλις 26 ετών, γύρισε το “La Pointe Courte”, ένα εξαίσιο δράμα, με την Σίλβια Μονφόρ και τον Φιλίπ Νουαρέ, χωρίς ιδιαίτερη εμπειρία από κινηματογράφο και δηλώνοντας η ίδια λίγο- πολύ άσχετη. Ο Αλέν Ρενέ που της έκανε το μοντάζ, της είπε ότι το φιλμ θυμίζει Βισκόντι και Αντονιόνι, σαν να έχει βγει από το κύτταρο του νεορεαλισμού. Η πρώτη της μυθοπλασία, ένα δράμα ψυχανάλυσης με ντοκιμαντερίστικη τεχνική ήταν γεγονός, δίνοντας το έναυσμα για κάτι διαφορετικό, ένα σινεμά που δεν μπαίνει σε κανόνες και που αργότερα θα ονομαζόταν το φημισμένο “Νέο Κύμα”.
Το 1958 θα γνωριστεί στο Παρίσι με τον Ζακ Ντεμί, έναν γοητευτικό νέο σκηνοθέτη, που μετά από πέντε χρόνια θα γυρίσει τις φημισμένες “Ομπρέλες του Χερβούργου”. Θα ζήσουν μαζί και το 1962 θα παντρευτούν και θα μείνουν μαζί μέχρι το θάνατο του Ντεμί το 1990. Θα αποκτήσουν έναν γιο και μια κόρη . Στις επτά δεκαετίες δημιουργίας της, η Βαρντά θα γυρίσει πολλά ντοκιμαντέρ, ακόμη και οδεύοντας προς το τέλος της ζωής της, αλλά και κάποια εξαιρετικά φιλμ μυθοπλασίας.