Με αφορμή τη συζήτηση στη Βουλή και την υπό ψήφιση σήμερα της τροπολογίας/προσθήκη στο σχέδιο νόμου του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, που έρχεται να ρυθμίσει το μείζον ζήτημα χορήγησης άδειας διαμονής για εξαρτημένη εργασία και παροχή υπηρεσιών ή έργου σε πολίτες τρίτων χωρών, ο υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου, Δημήτρης Καιρίδης, απαντά στο «Μανιφέστο» και με σαφήνεια ξεδιαλύνει απορίες και παρανοήσεις.

Κύριε υπουργέ, ποιος είναι ο στόχος αυτής της ρύθμισης και τι έρχεται να θεραπεύσει;

Η ρύθμιση επιβάλλει αυξημένες κυρώσεις σε εργοδότες και μετακλητούς αλλοδαπούς εργαζόμενους που παραβιάζουν τους όρους της μετάκλησης και οργανώνει καλύτερα, επιταχύνοντας, τις επιστροφές όσων αλλοδαπών δεν δικαιούνται διεθνούς προστασίας και ενισχύει την πάταξη της παράνομης διακίνησης μεταναστών. Ταυτόχρονα, βάζει τάξη στο καθεστώς όσων αλλοδαπών διαμένουν στην Ελλάδα, για μεγάλο χρονικό διάστημα, και εργάζονται και ενισχύει τη δημόσια ασφάλεια. Πιο συγκεκριμένα, παρέχει τη δυνατότητα χορήγησης άδειας διαμονής για εξαρτημένη εργασία και παροχή υπηρεσιών ή έργου σε πολίτες τρίτων χωρών που:

• διαθέτουν προσφορά εργασίας από εργοδότη στην Ελλάδα για την απασχόλησή τους με καθεστώς εξαρτημένης εργασίας και υπηρεσιών ή έργου και, αποδεδειγμένα, στη συνέχεια, εργάζονται,

• διέμεναν στην Ελλάδα έως και την 30ή Νοεμβρίου 2023,

• συνεχίζουν να διαμένουν στη χώρα, και

• συμπληρώνουν τουλάχιστον τρία συνεχή έτη παραμονής πριν από την υποβολή αίτησης, σύμφωνα με δημόσια έγγραφα βέβαιης χρονολογίας.

Η διάταξη ικανοποιεί το αίτημα των παραγωγικών φορέων της ελληνικής οικονομίας προς την κατεύθυνση της εισδοχής πρόσθετου εργατικού δυναμικού. Ταυτόχρονα, διασφαλίζεται ότι η ρύθμιση των για πολλά χρόνια διαμενόντων αλλοδαπών καταλήγει σε πραγματική απασχόληση, καθώς η άδεια διαμονής θα εκδίδεται μόνον εφόσον και αφότου ο πολίτης τρίτης χώρας αποδείξει ότι έχει ξεκινήσει να εργάζεται νόμιμα, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις του εργατικού δικαίου και θα ανακαλείται αν διακοπεί η απασχόληση, παρέχει τη δυνατότητα σε πολίτες τρίτων χωρών, οι οποίοι ευρίσκονται στη χώρα άνευ ισχύουσας άδειας διαμονής, για μεγάλη χρονική περίοδο (τουλάχιστον τρία έτη), να εργαστούν και να αυτοσυντηρηθούν. Στόχος είναι η διασφάλιση της οικογενειακής ενότητας καθώς και της κοινωνικής ασφάλειας, καθώς έχει αποδειχθεί ότι η παρουσία της οικογένειας ενός πολίτη τρίτης χώρας διευκολύνει την ενσωμάτωση και καταπολεμά την παραβατικότητα. Και βεβαίως ενισχύει τα δημόσια έσοδα, σε φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, μειώνει τη δαπάνη των μηνιαίων επιδομάτων που σήμερα χορηγούνται στους αιτούντες άσυλο, σε όλη τη διάρκεια εξέτασης της αίτησής τους.

Δεν είναι η πρώτη φορά όμως που εξετάζεται μια τέτοια ρύθμιση. Πώς αξιολογείται η προηγούμενη πολιτική και τι συμβαίνει στην Ευρώπη ή αλλού με αυτό το θέμα;

Η ελληνική πολιτεία, κατά το παρελθόν, έχει προβεί σε ρυθμίσεις του καθεστώτος διαμονής πολιτών τρίτων χωρών το 1997 - 1998 με τακτοποίηση μέσω της πράσινης κάρτας του ΟΑΕΔ (συνιστά την πρώτη μαζική τακτοποίηση, η οποία ουσιαστικά είχε γνώμονα καταγραφής των παρανόμως διαμενόντων μεταναστών στην Ελλάδα με πράσινη κάρτα 220.000 άδειες), το 2001 την τακτοποίηση σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2910/2001 (δεύτερη μαζική τακτοποίηση, 228.000 άδειες), και το 2005 - 2007 με τον ν. 3386/2005 (τρίτη μαζική τακτοποίηση, η οποία περιλάμβανε, 95.800 άδειες με τον 3386/2005 + 20.000 άδειες το 2007). Ρυθμίσεις που επέτρεψαν την εξομάλυνση της διαβίωσης σημαντικού αριθμού μεταναστών, κατά κύριο λόγο, από την Αλβανία στην Ελλάδα. Τώρα, η πολιτική ρύθμισης ή τακτοποίησης συνιστά ένα εργαλείο πολιτικής, το οποίο τα κράτη-μέλη της Ε.Ε., αλλά και διεθνώς, αξιοποιούν στο πλαίσιο διαχείρισης του μεταναστευτικού πληθυσμού που ευρίσκεται στην επικράτειά τους, αλλά και ικανοποίησης των αναγκών των εθνικών αγορών εργασίας σε, ανειδίκευτο, κυρίως, εργατικό δυναμικό.

Είναι η συγκεκριμένη ρύθμιση νομιμοποίηση; Κάνετε τους παράνομους νόμιμους;

Προφανώς όχι. Ρυθμίζεται η παρουσία στη χώρα των ωφελούμενων και επιτρέπεται η εργασία τους. Οι δικαιούχοι ανταποκρίνονται στην προσφορά εργασίας και καλύπτουν συγκεκριμένες ανάγκες της αγοράς, πληρώνοντας φόρους και ασφαλιστικές εισφορές για μια τριετία, δεν παρέχεται κανένα άλλο δικαίωμα. Ούτε καν αυτό της οικογενειακής επανένωσης. Ούτε οδηγεί σε μόνιμη διαμονή στην Ελλάδα και, σε καμία περίπτωση, στην ελληνική ιθαγένεια. Το μόνο δικαίωμα που έχουν οι ωφελούμενοι είναι η πρόσβαση στην αγορά εργασίας για όσο εργάζονται. Αν σταματήσουν να εργάζονται, επιστρέφουν στο προηγούμενο καθεστώς, με τη διαφορά ότι η πολιτεία διαθέτει όλα τα στοιχεία τους και είναι πλήρως καταγεγραμμένοι και ταυτοποιημένοι. Και, βέβαια, σε καμία περίπτωση η ρύθμιση δεν επιβραβεύει παραβατικές συμπεριφορές και δεν αθωώνει εγκληματίες. Τουναντίον, η αίτηση μπορεί να ευδοκιμήσει μόνον αν ο αλλοδαπός έχει καθαρό ποινικό μητρώο.

Κάποιος αναρωτιέται εύλογα γιατί έρχεται τώρα αυτή η ρύθμιση και ποια είναι η στρατηγική;

Τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί διαρροή νόμιμου αλλά και μη νόμιμου μεταναστευτικού πληθυσμού από την Ελλάδα προς άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Πολλοί από τους μη νόμιμα διαμένοντες στην Ελλάδα, που απασχολούνται ως εργάτες γης, προτιμούν να φύγουν στην Ιταλία ή την Ισπανία, όπου μπορούν πιο εύκολα να αποκτήσουν «χαρτιά» και να απασχοληθούν σε αγροτικές εργασίες. Η συγκεκριμένη ρύθμιση λοιπόν είναι μέρος ευρύτερης στρατηγικής πέντε βημάτων:

1 Εξωτερική διάσταση της μετανάστευσης και, ειδικότερα, η καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης: αυστηρή φύλαξη συνόρων, επιτάχυνση των επιστροφών, απηνής καταπολέμηση της παράνομης διακίνησης μεταναστών και πρωτοβουλίες σε διεθνές, ευρωπαϊκό και διμερές επίπεδο. Σε αυτό το βήμα συμπεριλαμβάνεται και η θέσπιση, για πρώτη φορά, Εθνικού Συντονιστή Επιστροφών και Εθνικού Συντονιστή κατά της Διακίνησης Μεταναστών αλλά και η αυστηροποίηση των κυρώσεων εναντίον όσων παραβιάζουν τους όρους των μετακλήσεων εργαζομένων από το εξωτερικό.

2 Δίνεται μια ευκαιρία άπαξ σε όποιον μπορεί και θέλει να εργαστεί νόμιμα εδώ.

3 Υπογραφή διμερών συμφωνιών εργασιακής κινητικότητας, με χώρες όπως η Μολδαβία, η Γεωργία και η Ινδία. Η πρώτη τέτοια συμφωνία, με την Ινδία, αναμένεται να ολοκληρωθεί, να υπογραφεί και να κυρωθεί εντός του πρώτου εξαμήνου του 2024.

4 Πλήρης αναδιοργάνωση του διοικητικού μηχανισμού της νόμιμης μετανάστευσης ώστε να πάψουν οι καθυστερήσεις και οι γραφειοκρατικές εμπλοκές στη διαδικασία αδειοδοτήσεων. Οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας έχουν αλλάξει άρδην τα δεδομένα και καταγράφονται σημαντικές ελλείψεις εργατικού δυναμικού. Οι δυσλειτουργίες του συστήματος της νόμιμης μετανάστευσης έχουν άμεσο οικονομικό αντίκτυπο και απειλούν να επηρεάσουν αρνητικά την ανάκαμψη της οικονομίας της χώρας. Η μεταρρύθμιση και ο εκσυγχρονισμός του συστήματος είναι συνεπώς απαραίτητος.

5 Τέλος, ο εκσυγχρονισμός του συστήματος νόμιμης μετανάστευσης πρέπει να συνοδεύεται με ένα πέμπτο βήμα που αφορά στις ενισχυμένες πολιτικές ένταξης, ώστε να αποφευχθεί κάθε φαινόμενο περιθωριοποίησης και παραβατικότητας.

Πόσοι υπολογίζετε ότι θα ενταχθούν και ποιους θα αφορά η ρύθμιση;

Κανείς δεν μπορεί να το πει με ακρίβεια. Ωστόσο, μπορεί να γίνει μια εκτίμηση για περίπου 30.000 αιτούντες συνολικά, βάσει ενός απλού υπολογισμού. Αν κάθε χρόνο χορηγούνται 6.000-8.000 άδειες για εξαιρετικούς λόγους σε όσους έχουν συμπληρώσει την επταετία, τότε στα τέσσερα χρόνια μεταξύ της επταετίας και της τριετίας, που προβλέπει η παρούσα ρύθμιση, οι άδειες μπορεί να φθάσουν τις 30.000. Προφανώς, ο αριθμός αυτός δεν αρκεί για να καλύψει τις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Πέρα από τη μείωση της ανεργίας, τις ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης και την αύξηση της συμμετοχής των νέων και των γυναικών στην αγορά εργασίας και την επιστροφή των Ελλήνων του εξωτερικού (brain gain), χρειάζονται και νέες νόμιμες οδοί μετανάστευσης, τις οποίες παρέχουν οι διμερείς συμφωνίες εργασιακής κινητικότητας που, σε συνδυασμό με τη διοικητική αναβάθμιση του συστήματος της νόμιμης μετανάστευσης, θα δώσουν πραγματική λύση στο σημερινό πρόβλημα έλλειψης εργατικών χεριών και εργαζομένων υψηλότερης ειδίκευσης. Οι αιτούντες αναμένεται να είναι δύο κατηγοριών. Είτε άνθρωποι που ήρθαν νόμιμα στην Ελλάδα, ως επισκέπτες ή για να εργαστούν, και στην πορεία περιήλθαν σε καθεστώς παρανομίας γιατί δεν ανανέωσαν την άδεια παραμονής τους, για μια σειρά από λόγους, είτε άνθρωποι που ήρθαν εξαρχής παράνομα. Η συντριπτική πλειονότητα των αιτούντων αναμένεται ότι θα ανήκει στην πρώτη κατηγορία. Οι παράνομα εισερχόμενοι μετανάστες είτε αιτήθηκαν και πήραν άσυλο και ως πρόσφυγες, δεν εντάσσονται στη ρύθμιση, όταν, μάλιστα, οι περισσότεροι βρίσκονται εκτός Ελλάδος, είτε δεν πήραν άσυλο και, μετά από ένα διάστημα, και πάντως πριν από την τριετία, έφυγαν παράτυπα προς τη Βόρεια Ευρώπη. Αρα, η ρύθμιση αφορά, κυρίως, νόμιμα εισερχόμενους στην Ελλάδα που περιέπεσαν σε καθεστώς παρανομίας και, σήμερα, τους δίνεται μια δεύτερη ευκαιρία να συνεισφέρουν στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας και να καλύψουν τις εργασιακές της ανάγκες. Στη χώρα μας καταργήθηκε και δεν υφίστανται κανένα καθεστώς ενδιάμεσης προστασίας, όπως αντίθετα συμβαίνει στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες μεταξύ του πρόσφυγα και του επιστρεπτέου, ακόμα κι αν δεν είναι δυνατή η απέλαση. Το αποτέλεσμα είναι το σύστημα ασύλου (που αφορά κατά βάση την παράνομη μετανάστευση) και το σύστημα της νόμιμης μετανάστευσης να μη συνομιλούν σε κανένα επίπεδο, όπως συμβαίνει αλλού, δημιουργώντας ένα περιθώριο ανομίας.

Ετσι όμως δεν δημιουργείται ένας μαγνήτης, δεν είναι η ρύθμιση pull factor; Και, τέλος, γιατί δίνεται δικαίωμα εργασίας στους αιτούντες άσυλο;

Πρώτον, να ξεκαθαρίσουμε πως δεν αφορά νεοεισερχόμενους, αλλά όσους βρίσκονται ήδη εδώ και μάλιστα για πάνω από τρία χρόνια. Δεύτερον, ο μεγαλύτερος/πραγματικός μαγνήτης είναι η Γερμανία και όχι η Ελλάδα. Οσοι έρχονται παράνομα δεν έχουν την πρόθεση να μείνουν στην Ελλάδα. Η Ελλάδα παραμένει χώρα διέλευσης και όχι χώρα τελικού προορισμού. Η ευρωπαϊκή οδηγία προβλέπει ότι η χώρα υποδοχής μπορεί να επιλέξει αν θα επιτρέψει στον αιτούντα ασύλου να εργαστεί το πρώτο εννεάμηνο. Αν, δηλαδή, θα του επιτρέψει να εργαστεί αμέσως ή μετά από λίγους μήνες και πάντως δεν μπορεί να του το απαγορεύσει μετά την παρέλευση των εννέα μηνών. Η Ελλάδα επιλέγει τους δυο μήνες που είναι αρκετοί για να ολοκληρωθεί ο έλεγχος ασφαλείας. Και ο λόγος είναι απλός: επιλέγουμε να δώσουμε τη δυνατότητα να εργαστεί και να αυτοσυντηρηθεί παρά να επιδοτείται με χρήματα του Ελληνα και του Ευρωπαίου φορολογούμενου. Εννοείται ότι το μηνιαίο χρηματικό επίδομα που σήμερα λαμβάνει θα διακόπτεται για τον εργαζόμενο αιτούντα άσυλο. Αν η αίτηση ασύλου του ευδοκιμήσει και καταστεί πρόσφυγας αποκτά πλήρη πρόσβαση στην αγορά εργασίας, άσχετα αν στη συντριπτική τους πλειοψηφία, οι αναγνωρισμένοι προσφύγες επιλέγουν να φύγουν για τη βόρεια Ευρώπη. Αν η αίτησή του απορριφθεί, η άδεια εργασίας ανακαλείται και καθίσταται επιστρεπτέος.