Στο αβέβαιο και ασταθές περιβάλλον της παγκοσμιότητας, δεν μπορούν να γίνουν προβλέψεις με ακρίβεια. Ωστόσο, ένας μελετημένος σχεδιασμός, με οδηγό την ιστορικό εμπειρία, την ερμηνεία των τάσεων της εποχής και ως βάση την αρχή της «έντιμης διπλωματίας», είναι εφικτός. Η ελληνική εξωτερική πολιτική βασίζεται διαχρονικά σε σταθερές. Δεν μπορεί όμως να παραμένει ανεπηρέαστη από τα νέα δεδομένα, τα οποία διαμορφώνονται στο παγκόσμιο και περιφερειακό γεωπολιτικό περιβάλλον μέσα στη δυναμική των υπό σχηματισμό νέων σφαιρών επιρροής.
Στον ευρύτερο ζωτικό για την Ελλάδα χώρο, η Ανατολική Μεσόγειος παραμένει πεδίο συγκρούσεων με αισθητή τη διασταύρωση συμφερόντων παγκοσμίων δυνάμεων και περιφερειακών συντελεστών. Ένας μεταβαλλόμενος χώρος, όπου οι «συμμαχίες», όπως αποδείχθηκε, μοιάζουν με κινούμενη άμμο.
Πράγματι, το μέγα ζήτημα της οριοθέτησης των Θαλασσίων Ζωνών εξακολουθεί να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή άλυτο. Στο επίκεντρο το Κυπριακό Ζήτημα, του οποίου η τελική έκβαση και επίλυση θα συμβάλει καθοριστικά στη συνολική διευθέτηση των οριοθετήσεων, απελευθερώνοντας θετική ενέργεια σε ολόκληρη την περιοχή, όπως επίσης και στις σχέσεις μεταξύ των κρατών της, συμβάλλοντας έτσι στη δημιουργία ενός περιβάλλοντος σταθερότητας και ασφάλειας.
Από την άλλη πλευρά, η ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων επηρεάζει τους διεθνείς συσχετισμούς, καθώς η αφύπνιση του εθνικισμού οδηγεί πολλά κράτη αλλά και την ευρύτερη γειτονιά σε «επαναβαλκανοποίηση», με τα Βαλκάνια να βρίσκονται σε τροχιά επιστροφής στο φορτισμένο παρελθόν τους, ενώ ταυτόχρονα εντείνεται στην περιοχή ο ανταγωνισμός μεταξύ παγκοσμίων και περιφερειακών παικτών.
Την ίδια στιγμή, η περιοχή αποκτά αυξημένο γεωστρατηγικό ενδιαφέρον, ως συνδετικός κρίκος μεταξύ της Μεσογείου και της Ανατολικής Ευρώπης, η οποία και αυτή γίνεται όλο και περισσότερο ασταθής, λόγω της ανοιχτής πλέον αντιπαράθεσης Δύσης – Ρωσίας στην Ουκρανία, στη Λευκορωσία και στη Μολδαβία. -Μέσα σε αυτό το νέο περιβάλλον, η Ελλάδα απαλλαγμένη από το βαλκανικό της σύνδρομο καλείται να αναλάβει πρωτοβουλίες στο όνομα της διεθνούς ασφάλειας, της σταθερότητας και της ειρήνης, αποφεύγοντας πρόσκαιρες και συγκυριακές συμπράξεις, που αποδυναμώνουν τις γεωπολιτικές της δυνατότητες.
Προϋπόθεση για αυτό είναι η απαλλαγή της από τα ξεπερασμένα στερεότυπα, πάνω στα οποία έχει δομηθεί η εξωτερική της πολιτική, αλλά και παγιωθεί το θεσμικό και πολιτικό της δυναμικό. Στερεότυπα, τα οποία εμποδίζουν τη χώρα μας να διεκδικήσει έναν νέο και ισχυρό ρόλο και αυξημένη επιρροή, ως περιφερειακός μοχλός της ευρωατλαντικής στρατηγικής.
Οι φόβοι συντηρούν ένα διάχυτο αίσθημα απειλής και στενεύουν τους ορίζοντες μιας πραγματικά πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής. Και δεν φοβάται, όταν έχει
φροντίσει να διαθέτει ένα ισχυρό αμυντικό σύστημα, μία δυναμικά ανερχόμενη οικονομία και έναν αξιοσέβαστο διεθνή ρόλο, θεμελιωμένο σε αρχές. Η προσήλωσή της στο διεθνές δίκαιο, τις ευρωπαϊκές αξίες και παράλληλα η διασφάλιση πολιτικής σταθερότητας στο εσωτερικό της, επιτρέπουν στη χώρα μας να κινείται με αυτοπεποίθηση και πρωτοβουλίες.
Η εξωστρέφειά της μπορεί να ανοίξει νέους ορίζοντες δράσεων σε ολόκληρο τον κόσμο. Στην Κεντρική Ασία, τον Αραβικό Κόσμο και βέβαια την Αφρική, απέναντι στην οποία η Ελλάδα καλείται να κινηθεί έγκαιρα, όχι με φιλανθρωπική διάθεση αλλά με σεβασμό στους λαούς αυτούς, με δομημένη στρατηγική, η οποία θα καλύπτει όλο το φάσμα των σχέσεων, προκρίνοντας παράλληλα με το διπλωματικό άνοιγμα, την ενίσχυση της εκεί παρουσίας της ελληνικής επιχειρηματικότητας.
Είναι βέβαιον όπ, σε λιγότερο από είκοσι χρόνια, η Αφρική θα είναι στο επίκεντρο του παγκόσμιου γεωστρατηγικού, ενεργειακού και οικονομικού ενδιαφέροντος, όπως έχει αρχίσει πλέον να διαφαίνεται με την εντυπωσιακή διείσδυση της Κίνας σε ολόκληρη την ήπειρο.
Πράγματι, η Ελλάδα μπορεί να εξελιχθεί σε προγεφύρωμα της Ευρώπης προς την Αφρική. Και αυτό, το χρειάζεται η Ευρώπη. Διότι η χώρα μας έχει το προνόμιο, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, να αντιμετωπίζεται χωρίς ιστορικές προκαταλήψεις.
Στο πεδίο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, ενώ πριν από λίγα χρόνια όλα έδειχναν ότι βαδίζαμε σε έναν δρόμο διαλόγου και αμοιβαίας επιθυμίας για συνεργασία. σειρά γεγονότων και οι εσωτερικές εξελίξεις στην Τουρκία κατέστησαν τη γειτονική χώρα επιθετική, με αφύπνιση του «βαθέως κράτους» και επαναφορά του κεμαλικού εθνικισμού και της στρατοκρατίας.
Η χώρα μας είναι σε θέση να ακυρώσει την τουρκική εξωτερική πολιτική, που αφορά άμεσα στην Ελλάδα, με την εγκατάσταση, παρά τις δυσκολίες, ενός σταθερού διαύλου συνεννόησης σε επίπεδο ηγεσιών, ο οποίος, όπως έχει αποδείξει η Ιστορία, πολλές φορές στο παρελθόν, αποσόβησε κινδύνους και διαμόρφωνε θετικό κλίμα. Η διπλωματία δεν είναι δηλώσεις. Η διπλωματία δεν μπορεί να κοιτάζει προς τα μέσα και προς τα πίσω. Η διπλωματία είναι στοχευμένες στρατηγικές ενέργειες με βάση τη μεγάλη εικόνα των διεθνών δεδομένων και με προσήλωση σε στόχους. Οφείλει να βασίζεται στη διαφάνεια, ώστε να μετριάζει την επιρροή του διεθνούς παρασκηνίου με άξονα τις αρχές του διεθνούς δικαίου.
Ετσι, η Ελλάδα μπορεί να ασκεί μια «έντιμη διπλωματία», προϋπόθεση της οποίας είναι η δημιουργία συναντίληψης, στη βάση διμερούς ή πολυμερούς παραδοχής κοινών στρατηγικών συμφερόντων. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με αμοιβαία πολιτική βούληση, η οποία προκύπτει αποκλειστικά και μόνο με την απευθείας συνεννόηση των ηγεσιών.
Είναι βέβαιον πως η Τουρκία αντιλαμβάνεται ότι η Ελλάδα είναι η μόνη σταθερή γέφυρα επικοινωνίας της με την Ευρώπη. Ωστόσο, καλό είναι και να το αισθανθεί. Η
Τουρκία εξακολουθεί να κοιτά προς τη Δύση. Πάντοτε προς τα εκεί κοίταζε, είτε με εχθρικές, είτε με φιλικές διαθέσεις. Ωστόσο, το πρίσμα μέσα από το οποίο τη βλέπει, το γνωρίζει εξάλλου, είναι η Ελλάδα.
Με άλλα λόγια, μπροστά στις νέες προκλήσεις, η Ελλάδα καλείται να προτάξει τα γεωπολιτικά της πλεονεκτήματα απαλλαγμένη από το περιορισηκό βαλκανικό της περιθώριο και παρελθόν, με προσήλωση στις ευρωπαϊκές της αρχές και τις ισχυρές της συμμαχίες με σημαντικές χώρες της Ευρώπης, όπως γίνεται π.χ. με τη Γαλλία. Με έναν νέο ευρωπαϊκό ρόλο στην Ανατολική Μεσόγειο και με σταθερή στρατηγική σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
Και όλα αυτά, κάτω από την αρχή της «έντιμης διπλωματίας» και βέβαια, με μια εξωτερική πολιτική, η οποία να ερμηνεύει τα νέα δεδομένα, να είναι οραματική, να μην κοιτά προς το εσωτερικό, αλλά να ανοίγεται στον κόσμο.
Διότι στην εποχή της παγκοσμιότητας, τίποτα δεν είναι πλέον τοπικό ή περιφερειακό.
Η Ελλάδα εξέρχεται από δύο συνεχόμενες κρίσεις με το κεφάλι ψηλά και με αξιώσεις. Και παρά το μέγεθός της, είναι σε θέση να αποτελέσει μοχλό διαμόρφωσης των διεθνών και περιφερειακών εξελίξεων. Στη δε Ευρώπη, το κύρος και ο σεβασμός στο πρόσωπο του Πρωθυπουργού κ. Μητσοτάκη έχει ανοίξει νέες δυνατότητες.
Και μία τελευταία επισήμανση: Την εξωτερική πολιτική την όριζαν και την ορίζουν τα εθνικά συμφέροντα κάθε χώρας. Η Ελλάδα μπορεί να στηρίζεται στις δικές της δυνάμεις. Η Ιστορία έχει αποδείξει ότι οσάκις η αυτοπεποίθησή μας υποκαταστάθηκε από την αφέλεια, το πληρώσαμε ακριβά.
*Ο Δημήτρης Αβραμόπουλος είναι τέως επίτροπος Μετανάστευσης, Εσωτερικών Υποθέσεων και Ιθαγένειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση
(Το άρθρο του Δ. Αβραμόπουλου δημοσιεύεται σήμερα (15/1/2022) στα ΝΕΑ)