Οι λεπτομέρειες, οι ειδικές συνθήκες της κάθε μίας ιστορίας απώλειας και οδύνης που απαρτίζουν την «τραγωδία στο Μάτι» ξετυλίγονται πλέον από τις καταθέσεις των ανθρώπων που έχασαν μέσα στην φωτιά τους αγαπημένους τους, στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο που δικάζει 21 κατηγορούμενους για 102 θανάτους.
Οι εικόνες που αναδύθηκαν από την σημερινή διαδικασία για όσα έγιναν το απόγευμα και το βράδυ της 23ης Ιουλίου 2018 στο Μάτι ήταν αποκαρδιωτικές, καθώς οι μάρτυρες περιέγραψαν ανθρώπους που εν μέσω της πύρινης κόλασης προσπαθούσαν να γλυτώσουν αυτοσχεδιάζοντας, ψάχνοντας να βρουν μία διέξοδο στην θάλασσα, χωρίς την παραμικρή πληροφόρηση ή βοήθεια από την Πολιτεία.
Μία από τις πιο τραγικές ιστορίες που εκτυλίχθηκαν στο Μάτι και συγκλόνισαν όλη την χώρα, ήταν αυτή της οικογένειας Φύτρου. Σήμερα στο δικαστήριο κατέθεσε η κ. Μαργαρίτα Φύτρου. Η μάρτυρας έχασε τον αδελφό της Γρηγόρη Φύτρο και τον ανήλικο γιο του Ανδρέα που απανθρακώθηκαν, την ίδια ώρα που είχε ήδη χαθεί και η ανεψιά της, μεγαλύτερη κόρη του αδελφού της, Εβίτα Φύτρου, που είχε πέσει από γκρεμό στην προσπάθεια της να αποφύγει την ορμητική φωτιά.
Η κ. Φύτρου κατέθεσε πως παρακολουθούσε τις εξελίξεις για την φωτιά από τα ΜΜΕ: «Έκανα αλλεπάλληλες προσπάθειες επικοινωνίας. Αμέσως με ζώσανε μαύρες σκέψεις επειδή ήξερα την περιοχή…», είπε η μάρτυρας, συνεχίζοντας ότι «στις 3 τα ξημερώματα μου τηλεφώνησε η σύζυγος του αδελφού μου και μου είπε “το Εβιτάκι βρέθηκε νεκρό”. Πήγα στο Μάτι, συνάντησα τη γειτόνισσά μας που σώθηκε φεύγοντας προς Ραφήνα. Πρώτη έφυγε αυτή, πίσω ήταν αδελφός μου. Η διαδρομή του αδελφού μου προς την διάσωση ήταν θανάσιμη…την άλλη ημέρα εντός του οικοπέδου Φράγκου, βρέθηκε ο μικρούλης Ανδρέας και ο αδελφός μου».
Η γυναίκα τόνισε πως αν ο αδελφός της είχε λάβει μία ενημέρωση θα είχε φύγει νωρίτερα. «Στις κρίσιμες ώρες που ο αδελφός μου βίωνε αυτό, η Πολιτεία ήταν παντελώς ανύπαρκτη.
Εάν είχε ενεργοποιηθεί το “112” θα είχαν σωθεί, όπως γίνεται σήμερα. Καμία προετοιμασία, κανένας σχεδιασμός. Όλοι έπρατταν κατά τη δική τους κρίση. Εάν είχε δεχθεί βοήθεια, θα ζούσαν. Έτσι έγινε η εκατόμβη των θυμάτων και των εγκαυματιών. Μετά από εννέα μήνες έφυγε και ο πατέρας μου με αυτόν τον καημό.
Είναι λελογισμένο και επιβεβλημένο όλοι αυτοί που δεν έσπευσαν, όλοι αυτοί που ευθύνονται για τα λάθη και τις παραλείψεις της Πολιτείας, να οδηγηθούν ενώπιον της Δικαιοσύνης και να τιμωρηθούν. Να δώσει το δικαστήριο μία δίκαιη τιμωρία για υπαίτιους. Τους εγκλώβισαν χωρίς δυνατότητα διαφυγής…».
Στην δική της κατάθεση η Παρασκευή Τσάρμπου που έχασε τον πατέρα της Παύλο Τσάρμπο, είπε πως «τους άφησαν στο έλεος, δεν έκαναν απολύτως τίποτα», κάτι που τόνισαν και η σύζυγος και ο γιος του θύματος, που είχε βρεθεί απανθρακωμένο μέσα στο αυτοκίνητο του, μόλις 100 μέτρα μακριά από το σπίτι του.
Η κ. Τσάρμπου περιέγραψε ότι όταν πήγε στο αυτοκίνητο του πατέρα της «τον είδα πεσμένο στη θέση του συνοδηγού με τα χέρια του να κρατάει το κεφάλι. Μου είπαν ότι δεν μπορώ να είμαι σίγουρη ότι είναι ο μπαμπάς μου αυτός. Τους ζήτησα να ανοίξουν το πορτ μπαγκάζ, γιατί ήξερα ότι είχε βάλει το σκύλο μέσα για να μην φοβηθεί…δεν το κάνανε. Το έκανα εγώ. Πήρα το κινητό μου και έριξα φως στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου και είδα τον σκύλο μέσα. Τους είπα ότι σε αυτό το αμάξι βρίσκεται πλήρως απανθρακωμένος ο πατέρας μου. Το αυτοκίνητο είχε λιώσει αλλά η πινακίδα μπορούσε να αναγνωριστεί. Έφυγα, δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο.
Τον πατέρα μου πήγαν να τον παραλάβουν στις 7 το πρωί, την άλλη ημέρα. Κανείς δεν μας ενημέρωσε για τα επόμενα στάδια. Μόνη μου έψαξα για να βρω τηλέφωνα και τις υπηρεσίες που θα έπρεπε να πάω. Μου είπαν αρχικά για Γουδή (ιατροδικαστική υπηρεσία) και μετά μου είπαν «κακώς σας είπαν να πάτε στο Γουδή έπρεπε να πάτε στο Σχιστό». Μετά μας έστειλαν πάλι στο Γουδή, όλη την ημέρα αυτή η ιστορία, πέρα δώθε».
Σύμφωνα με την μάρτυρα, ενώ η φωτιά κατέβαινε, κανένας αρμόδιος δεν βοήθησε: «Δεν υπήρχε κανείς να ενημερώσει τους κατοίκους ότι έπρεπε να φύγουν, να εκκενώσουν. Απλά τους άφησαν έτσι στο έλεος…ο παππούς μου, η μητέρα μου και ο αδελφός μου σώθηκαν από θαύμα».
Όπως είπε μάλιστα η γυναίκα, περίπου 70 ημέρες πριν την πυρκαγιά είχε γίνει πολύ κοντά στην περιοχή «μία πολύ ωραία άσκηση ετοιμότητας» με τα ίδια δεδομένα όπως αυτά που συνέβησαν στο Μάτι. «Αλλά εκεί λειτούργησαν όλα άψογα, γιατί κατάφεραν να συντονιστούν όλοι, εναέρια μέσα ΕΚΑΒ, Αστυνομία, Drones. Αλλά 2,5 μήνες μετά δεν λειτουργούσε τίποτα. Ίδια περιοχή, ίδιες συνθήκες.
Σε παλαιότερες πυρκαγιές μάς είχε κάνει εντύπωση ότι είχε περάσει αεροπλάνο και είχε ρίξει υγρό, ειδικό. Σε άλλες πυρκαγιές πέρναγε περιπολικό με μεγάφωνα και έλεγε “εκκενώστε”. Αυτή τη φορά τίποτα. Από τότε προσπαθούμε να καταλάβουμε τι πήγε λάθος. Όλα πήγαν λάθος, ήταν μόνοι τους και όσοι σώθηκαν, σώθηκαν από θαύμα. Αεροπλάνα είδα την επόμενη ημέρα αφού είχε σβήσει η φωτιά. Ήταν όλες οι δυνάμεις στη Κινέττα…».
Ο γιος του θύματος, Νικόλαος Τσάρμπος, περιέγραψε στο δικαστήριο για την προσπάθεια που έκαναν με τον πατέρα του, με δύο αυτοκίνητα, να φύγουν ενόσω η φωτιά είχε πλέον κατέβει στο Μάτι.
«Έκανα αναστροφή και ένας γείτονάς μου, μου φώναξε να φύγουμε από άλλο δρόμο. Ξαφνικά πέφτανε πύρινες μπάλες, ακούγονταν εκρήξεις, επικρατούσε μια κατάσταση σαν να ήταν σε πόλεμο. Θεωρούσα ωστόσο ότι ο πατέρας μου ακολουθούσε από πίσω. Περιμέναμε μέσα στο αυτοκίνητο τον πατέρα μου, ο οποίος δεν ακολουθούσε. Ξεκίνησα να τον παίρνω τηλέφωνο, δεν τον έβρισκα. Περιμέναμε χωρίς ανταπόκριση…ο πατέρας μου πρέπει να απανθρακώθηκε γύρω στις 6. Ψάχναμε με την αδελφή μου σε νοσοκομείο, στο Λιμενικό μήπως και τον βρούμε. Βρήκανε το αυτοκίνητο του κάθετα, που σημαίνει ότι πήγε να κάνει αναστροφή όμως κάτι έγινε εκεί και δεν μπόρεσε».
Με ιδιαίτερη φόρτιση ο μάρτυρας ανέφερε πως εκείνο το τραγικό απόγευμα στο Μάτι «ήμασταν μόνοι μας», χωρίς την παρουσία κρατικού μηχανισμού αλλά μόνο με ιδιώτες που προσπαθούσαν να βοηθήσουν όπως μπορούσαν.
Η δίκη θα συνεχιστεί την Πέμπτη 1η Δεκεμβρίου.