Την ενοχή του 40χρονου για τη δολοφονία της 28χρονης Κυριακής Γρίβα έξω από το Αστυνομικό Τμήμα Αγίων Αναργύρων, πρότεινε η εισαγγελέας της έδρας του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών Βασιλική Δημοπούλου.
Η εισαγγελέας αναφέρθηκε στη ζωή της Κυριακής Γρίβα, περιγράφοντας την προσωπικότητά της, τα παιδικά της χρόνια και το οικογενειακό της περιβάλλον. Όπως είπε, η Κυριακή μεγάλωσε σε ένα ήρεμο και υγιές οικογενειακό περιβάλλον, παρά τον χωρισμό των γονιών της. Τη χαρακτήρισε ευγενική, ηθική και τίμια, με διάθεση προσφοράς προς τον κοινωνικό της περίγυρο. «Ήταν ένα παιδί με όνειρα, καλοσυνάτο, με καθαρές προθέσεις» είπε.
Αναφερόμενη στη σχέση της με τον κατηγορούμενο, σημείωσε ότι αυτή έληξε το 2024, εξαιτίας της κακοποιητικής συμπεριφοράς του. Περιέγραψε τις βίαιες εκρήξεις του κατηγορούμενου, όπως αυτές αποτυπώθηκαν στις καταθέσεις των μελών της οικογένειας της Κυριακής. Ιδιαίτερη αναφορά έκανε σε μια φράση που η Κυριακή είχε πει στη μητέρα της: «Μαμά, με ζηλεύει άρα με αγαπάει».
Η εισαγγελέας στάθηκε στις μαρτυρίες για περιστατικά κακοποίησης και και για κατανάλωση αλκοόλ και ουσιών από τον κατηγορούμενο. Όπως ειπώθηκε στη δίκη, ο 40χρονος ασκούσε απόλυτο έλεγχο στην Κυριακή – την παρακολουθούσε συνεχώς και τη χειραγωγούσε. Η αδελφή της 28χρονης είχε παρατηρήσει σημάδια στο πρόσωπό της από χτυπήματα, ενώ περιέγραψε και περιστατικό όπου ο κατηγορούμενος της επιτέθηκε επειδή είχε βγει να διασκεδάσει χωρίς αυτόν.
Η εισαγγελέας έκρινε ιδιαίτερα σοβαρή τη μαρτυρία της αδελφής της Κυριακής, σύμφωνα με την οποία η κοπέλα ζούσε υπό διαρκή φόβο τον τελευταίο χρόνο της ζωής της. Υπογράμμισε επίσης πως πολλοί μάρτυρες χαρακτήρισαν «χειριστικό» τον 40χρονο και είπαν ότι ασκούσε ψυχολογική πίεση και εξουσία πάνω στην Κυριακή.
Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε η εισαγγελέας, «ο κατηγορούμενος την αντιλαμβανόταν ως κτήμα του», επιδιώκοντας συστηματικά να την απομακρύνει από το φιλικό και κοινωνικό της περιβάλλον. Η εισαγγελέας επισήμανε ότι ο έλεγχος που ασκούσε ήταν διαρκής, φτάνοντας στο σημείο να της χαρίσει smartwatch ώστε να μπορεί να παρακολουθεί τις κινήσεις της. «Ήξερε πότε επιβιβαζόταν στο λεωφορείο και είχε πλήρη εικόνα των μετακινήσεών της», τόνισε.
Αναφερόμενη στη διακοπή της εγκυμοσύνης της Κυριακής, η εισαγγελική λειτουργός σημείωσε ότι στο δικαστήριο ακούστηκαν δύο εκδοχές: η μία έκανε λόγο για βιασμό και η άλλη για έκτρωση που προκλήθηκε λόγω της συμπεριφοράς του κατηγορούμενου. Παρότι το περιστατικό ήταν τραυματικό, περίπου ένα μήνα μετά υπήρξε επανασύνδεση του ζευγαριού – κάτι που, όπως σημείωσε η εισαγγελέας, συνέβη επανειλημμένα, καθώς το ζευγάρι περνούσε από κύκλους χωρισμού και επανασύνδεσης.
Το 2023, ο κατηγορούμενος φέρεται να αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει τρεις φορές και νοσηλεύτηκε στο Δαφνί. Η Κυριακή, όπως ανέφερε η εισαγγελέας, είχε πλέον εξαντληθεί συναισθηματικά, καθώς καλούνταν διαρκώς να διαχειριστεί την ψυχολογική αστάθεια και τα προβλήματα του κατηγορουμένου, σε βάρος της δικής της ψυχικής υγείας.
Ιδιαίτερη συγκίνηση προκάλεσε η ανάγνωση αποσπάσματος από προσωπική επιστολή της Κυριακής, γραμμένη σε ένα ροζ τετράδιο. Η εισαγγελέας διάβασε:
«Ήθελα να ζήσουμε πολλά μαζί, αλλά δεν αντέχω άλλο σε αυτή τη σχέση. Έδωσα ό,τι είχα, αλλά δεν αντέχω άλλο. Προσπαθούσα να σε θέλω, να σε αγαπάω, να μη σε φοβάμαι. Σε ενδιαφέρει αν θα βάλω φούστα ή τζιν; Αν αργήσω με το λεωφορείο; Θέλεις να τα θεωρώ αυτά φυσιολογικά… Δεν θέλω κάποιον που με την πρώτη ευκαιρία βρίζει, φωνάζει και σπάει πράγματα. Ήθελα πολύ να αλλάξεις… Δεν ξέρω αν θα αλλάξεις στο μέλλον, αλλά εγώ δεν θα είμαι εκεί για να το δω». Η εισαγγελέας ολοκλήρωσε την ανάγνωση με τη φράση: «Και δεν ήταν. Αυτή είναι η τραγική ειρωνεία».
Η κ. Δημοπούλου περιέγραψε τα τελευταία λεπτά της ζωής της Κυριακής Γρίβα. «Εκεί ξεκινούν τα δύο τελευταία λεπτά της ζωής της», ανέφερε. «Ο κατηγορούμενος είχε ήδη σταθμεύσει τη μηχανή του και της επιτέθηκε μόλις δύο μέτρα από το φυλάκιο του σκοπού. Τη χτύπησε με σφοδρότητα και αγριότητα, σε διάφορα σημεία του σώματός της. Το θύμα κατέρρευσε αιμόφυρτο στο δρόμο».
Στη συνέχεια, η εισαγγελέας επικαλέστηκε τα στοιχεία από την πραγματογνωμοσύνη των ψηφιακών πειστηρίων, τα οποία, όπως είπε, «καταδεικνύουν ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε με πλήρη ψυχραιμία, μεθοδικότητα και απόλυτο έλεγχο των πράξεών του». Αναλύοντας τις κινήσεις του, τόνισε πως «ο κατηγορούμενος, ο οποίος επικαλείται μειωμένο καταλογισμό, επιτέθηκε με πέντε μαχαιριές. Στο διάστημα των 28 δευτερολέπτων που δεν καταγράφεται στην κάμερα, κι ενώ ο φρουρός εμφανίζεται στα 35 δευτερόλεπτα, έχει ήδη καταφέρει τις δύο πρώτες μαχαιριές». Με βάση αυτά τα δεδομένα, η εισαγγελέας ζήτησε την απόρριψη του ισχυρισμού περί μειωμένου καταλογισμού, επιμένοντας πως η πράξη δεν ήταν προϊόν ψυχικής διαταραχής αλλά συνειδητή και οργανωμένη.
Παράλληλα, η κ. Δημοπούλου υπογράμμισε την ακραία βιαιότητα της επίθεσης: «Η ένταση των χτυπημάτων ήταν τέτοια που έφτασε να της σπάσει οστά με το μαχαίρι. Η πράξη του δεν ήταν παρορμητική, ήταν αποφασισμένη. Μετά τον φόνο, αυτοτραυματίστηκε στον λαιμό, όμως αφοπλίστηκε γρήγορα και διαπιστώθηκε πως τα τραύματα ήταν επιφανειακά, χωρίς να έχει πειραχθεί κανένα σημαντικό αγγείο».
«Γιατί αυτοτραυματίστηκε; Επειδή είχε επίγνωση του τι έκανε. Ήξερε πως είχε σκοτώσει. Είχε πλήρη αντίληψη και δεν ήθελε να πεθάνει, αλλιώς θα το είχε κάνει – όπως σκότωσε εκείνη. Το έκανε για να δημιουργήσει εντυπώσεις, να εμφανιστεί ως ψυχικά διαταραγμένος, να αποσπάσει επιείκεια. Ο κατηγορούμενος έχει εμμονή με την Κυριακή. Η ζήλεια του δεν είναι απλή. Είναι παθολογική. Αγάπη; Δεν ξέρω πώς να το χαρακτηρίσω» κατέληξε.