Σήμερα, ο 40χρονος πρώην σύντροφος της Κυριακής Γρίβα στέκεται ενώπιον των δικαστών του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, καλούμενος να λογοδοτήσει για την αποτρόπαιη δολοφονία της 28χρονης, την 1η Απριλίου 2024, έξω από το Αστυνομικό Τμήμα Αγίων Αναργύρων. Μια υπόθεση που συγκλόνισε την κοινή γνώμη, καθώς η νεαρή γυναίκα είχε απευθυνθεί στην Αστυνομία ζητώντας προστασία, χωρίς όμως να εισακουστεί – και λίγη ώρα αργότερα έπεφτε νεκρή από πέντε μαχαιριές μπροστά από το κτίριο όπου αναζήτησε καταφύγιο.
Ο κατηγορούμενος, παρά την παραδοχή του εγκλήματος το οποίο έχει καταγραφεί σε βίντεο, υποστηρίζει πως δεν έχει καμία μνήμη από τις στιγμές της επίθεσης. Έτσι, το κρίσιμο ζήτημα στη σημερινή απολογία του δεν είναι η παραδοχή της ενοχής – η οποία θεωρείται δεδομένη – αλλά το κατά πόσον είχε συνείδηση της πράξης του ή αν η ενέργειά του οφείλεται σε ψυχική διαταραχή, σε συνδυασμό με χρήση φαρμάκων και αλκοόλ.
Η δίκη πλέον επικεντρώνεται στο ενδεχόμενο μειωμένου καταλογισμού, δηλαδή στην αναγνώριση μερικής ευθύνης λόγω ψυχικής νόσου. Ο 40χρονος καλείται να μιλήσει όχι μόνο για την αποτρόπαιη πράξη, αλλά και για τη σχέση του με το θύμα, την προσωπική του πορεία και την ψυχική του κατάσταση μετά το έγκλημα. Κάθε λέξη, κάθε παύση, κάθε χειρονομία, θα αξιολογηθεί από τους δικαστές, οι οποίοι θα αποφασίσουν αν πρόκειται για έναν άνθρωπο με σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα ή για κάποιον που προσποιείται προκειμένου να αποφύγει τα ισόβια.
Η τοποθέτηση της Εισαγγελέως της Έδρας, η οποία θα μιλήσει μετά την απολογία του κατηγορουμένου, αναμένεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Κεντρικό ερώτημα της δίκης παραμένει αν ο δράστης είχε επίγνωση του εγκλήματος ή αν ήταν σε τέτοια κατάσταση που δεν μπορούσε να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του.
Από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, η υπεράσπιση επιμένει πως ο 40χρονος πάσχει από σοβαρή ψυχική ασθένεια. Ο δικηγόρος του, Σπύρος Δημητρίου, έχει ζητήσει αναγνώριση μειωμένου καταλογισμού, επικαλούμενος τη βαρύτητα της ψυχοπαθολογικής του εικόνας. Όπως ανέφερε, αν γίνει δεκτό το αίτημα, ο εντολέας του θα εκτίσει ποινή 15 ετών υπό ειδικό καθεστώς φύλαξης, χωρίς δυνατότητα αποφυλάκισης χωρίς τη σύμφωνη γνώμη ψυχιάτρου. Αντίθετα, αν του επιβληθούν ισόβια, θα ασκήσει έφεση και η υπόθεση θα οδηγηθεί σε νέους κύκλους δικών, με κίνδυνο να του αναγνωριστεί τελικά ελαφρυντικό και να καταδικαστεί σε ποινή ακόμα και 6,5 ετών. «Ζητώ 15 χρόνια, με μειωμένο καταλογισμό και συνάμα την προστασία της κοινωνίας από επικίνδυνους ανθρώπους», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Η οικογένεια του θύματος, από την πλευρά της, αμφισβητεί κατηγορηματικά την υπερασπιστική γραμμή, επιμένοντας πως πρόκειται για προσχηματική επίκληση ψυχικής ασθένειας. «Δεν υπάρχει ούτε μία ακούσια νοσηλεία. Πού είναι η σοβαρότητα της νόσου; Οποιοσδήποτε είναι επικίνδυνος είναι αυτομάτως ακαταλόγιστος;» επισημαίνουν οι συνήγοροι της οικογένειας.
Κατά τη διάρκεια της δίκης, οι ψυχίατροι – θεράποντες και τεχνικοί σύμβουλοι – δεν κατέληξαν σε κοινό συμπέρασμα. Σε επανειλημμένες ερωτήσεις της Έδρας, για το αν ο δράστης είχε συνείδηση της πράξης του, δύο μάρτυρες, εκ των οποίων ο ένας τον παρακολουθεί από την αρχή, απάντησαν καταφατικά: ο κατηγορούμενος είχε πλήρη καταλογισμό και δεν βρισκόταν υπό την επήρεια ουσιών. Παρόμοια είναι και η γνωμάτευση του ψυχιάτρου που ορίστηκε από τις δικαστικές αρχές, η οποία αποτέλεσε και τη βάση του παραπεμπτικού βουλεύματος για τη δίκη.
Στο σκεπτικό του βουλεύματος αναφέρεται ξεκάθαρα πως ο 40χρονος ενήργησε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, με πλήρη συνείδηση των πράξεών του και των συνεπειών τους. Οι δικαστές του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών υπογράμμισαν πως προχώρησε στη δολοφονία μετά από επίμονη παρακολούθηση του θύματος, τόσο την ημέρα του εγκλήματος όσο και την προηγούμενη, γεγονός που μαρτυρά προσχεδιασμό και νηφαλιότητα.
Η σημερινή αγόρευση της Εισαγγελέως θα δώσει μια πρώτη σαφή ένδειξη για την τελική κατεύθυνση της δίκης, με το ερώτημα του καταλογισμού να αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα για την ποινή και τον τόπο κράτησης του κατηγορουμένου.
