Αντίστροφα μετρά ο χρόνος για την πολυαναμενόμενη εισαγγελική πρόταση στη δίκη για την εθνική τραγωδία της Ανατολικής Αττικής, στις 23 Ιουλίου 2018. Σε λίγες ώρες οι οικογένειες των 104 νεκρών και οι δεκάδες εγκαυματίες, που επί επτά χρόνια ανεβαίνουν έναν ατελείωτο γολγοθά, θα ακούσουν από τα χείλη της εισαγγελικής λειτουργού πώς αποτίμησε τα στοιχεία της τεράστιας δικογραφίας για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι.
Θα συνταχθεί με τον εισαγγελέα της έδρας στην πρωτοβάθμια δίκη, που είχε ζητήσει την ενοχή εννέα κατηγορουμένων; Θα υιοθετήσει την πρωτόδικη απόφαση, που ήταν ευνοϊκότερη από την εισαγγελική πρόταση ή θα ανατρέψει τα δεδομένα, κρίνοντας ότι υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις ώστε να καταλογιστούν ευθύνες σε περισσότερους κατηγορούμενους;
Οι συγγενείς των θυμάτων, που αγόγγυστα βρίσκονται από την πρώτη ημέρα στις δικαστικές αίθουσες, κάνοντας ρουτίνα τους την ακροαματική διαδικασία, ψάχνοντας τη δικαίωση για τις αδικοχαμένες ψυχές –αν και οι κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν πλημμεληματικές κατηγορίες–, αναμένουν με τεράστια αγωνία την εισαγγελική αγόρευση και ακολούθως τη δικαστική απόφαση.
Γνωρίζουν πολύ καλά ότι η ετυμηγορία σε δεύτερο βαθμό αποτελεί την πιο καθοριστική στιγμή του επταετούς δικαστικού αγώνα τους, για απόδοση ευθυνών και λογοδοσία όσων άφησαν τους κατοίκους του Ματιού να εγκλωβιστούν από τις πύρινες γλώσσες και να καούν ζωντανοί.
«Θα είμαι εκεί. Εσύ;»
Με αυτό το σύνθημα, τα μέλη του Συλλόγου Συγγενών Θανόντων και Εγκαυματιών της 23ης Ιουλίου 2018 καλούν τους πολίτες να διαδηλώσουν μαζί τους, ζητώντας αυστηρότερη ποινική μεταχείριση των κατηγορουμένων για τη φονικότερη πυρκαγιά της χώρας.
Ζητούν από όσους εξοργίστηκαν από την πρωτόδικη απόφαση, με την οποία καταδικάστηκαν μόνον έξι άνθρωποι, πέντε πρώην υψηλόβαθμοι πυροσβέστες και αυτός που έβαλε τη φωτιά για να κάψει ξερόχορτα, να ενώσουν τις φωνές τους μαζί τους και να στείλουν ένα ηχηρό μήνυμα στη Δικαιοσύνη για ορθή και τεκμηριωμένη απόφαση, εφάμιλλη με το μέγεθος της τραγωδίας. Όχι ότι αυτό μπορεί να επιτευχθεί ποτέ μόνο με αδικήματα πλημμεληματικού χαρακτήρα στους κατηγορούμενους…
Τα τρία «όχι»
Νομικοί επισημαίνουν από την πρώτη στιγμή ότι το «στοίχημα» για τη Δικαιοσύνη στην υπόθεση της εθνικής τραγωδίας του Ματιού χάθηκε μετά και την τρίτη απόρριψη του αιτήματος του ανακριτή Αθανάσιου Μαρνέρη για αναβάθμιση των κατηγοριών των πέντε πρώην υψηλόβαθμων πυροσβεστών, με την άσκηση συμπληρωματικής ποινικής δίωξης για το κακούργημα της θανατηφόρας έκθεσης σε κίνδυνο.
Ο έμπειρος δικαστικός λειτουργός που διερεύνησε ενδελεχώς την υπόθεση, κρατώντας τη δικογραφία στα χέρια του επί τέσσερα χρόνια, ζήτησε από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών τρεις φορές την άσκηση δίωξης για κακούργημα σε βάρος της τότε ηγεσίας του Πυροσβεστικού Σώματος, αλλά η απάντηση και στα τρία αιτήματα ήταν απορριπτική.
Αν είχε προχωρήσει αυτό και κάποιοι εκ των κατηγορουμένων βαρύνονταν με αδίκημα σε βαθμό κακουργήματος, τότε το αποτέλεσμα θα ήταν τελείως διαφορετικό, αφού με την καταδίκη τους θα αντιμετώπιζαν πολυετείς καθείρξεις και όχι έως πέντε χρόνια φυλακή, που τελικά και αυτά εξαγοράστηκαν με λίγες χιλιάδες ευρώ (περίπου 40.000 ευρώ συνολικά).
Μάλιστα, ο κ. Μαρνέρης, κλείνοντας την ανάκριση, είχε εντοπίσει ποινικές ευθύνες και άλλων προσώπων που ενεπλάκησαν με τη διαχείριση της τραγωδίας, όπως λιμενικών και αξιωματικών της Τροχαίας, αλλά το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με βούλευμά του, παρέπεμψε σε δίκη μόνο 21 κατηγορούμενους.
Δεκατρία ανώτερα στελέχη της Πυροσβεστικής, ανάμεσα στους οποίους τον αρχηγό, τον υπαρχηγό και τον διοικητή ΕΣΚΕ, επτά αυτοδιοικητικούς, μεταξύ των οποίων την πρώην περιφερειάρχη Αττικής, Ρένα Δούρου, και τον τότε γενικό γραμματέα Πολιτικής Προστασίας, Ιωάννη Καπάκη, και τον κάτοικο στο Νταού Πεντέλης που έβαλε τη φωτιά για να κάψει ξερά κλαδιά στο οικόπεδό του.
Τελικά, παρά την εισαγγελική πρόταση για εννέα ενόχους, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, ύστερα από 15μηνη ακροαματική διαδικασία, καταδίκασε τους πέντε ανώτερους αξιωματικούς του Πυροσβεστικού Σώματος, Σωτήρη Τερζούδη, Βασίλη Ματθαιόπουλο, Ιωάννη Φωστιέρη, Νικόλαο Παναγιωτόπουλο και Χαράλαμπο Χιώνη, σε ποινές έως 111 έτη φυλάκιση, όπου εκτιτέα είναι μόνο τα πέντε και τα μετέτρεψε σε εξαγοράσιμα προς 10 ευρώ ημερησίως, αφήνοντας και τους πέντε επιτελικούς της Πυροσβεστικής εκτός φυλακής.
Επίσης, ένοχος για εμπρησμό από αμέλεια κρίθηκε ο Κωνσταντίνος Αγγελόπουλος, κάτοικος στο Νταού Πεντέλης, που έβαλε τη φονική φωτιά. Καταδικάστηκε σε τρία χρόνια φυλάκιση και πήγε σπίτι του με την ίδια χρηματική ποινή.
Θύελλα αντιδράσεων
Η πρωτόδικη απόφαση ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων, όχι μόνο από την πλευρά των συγγενών των θυμάτων, που ένιωσαν να ματαιοπονούν, παρά τα συγκλονιστικά και αδιάσειστα στοιχεία για τις αβελτηρίες, τα λάθη και τις παραλείψεις του κρατικού μηχανισμού, που άφησε απροστάτευτους εκατοντάδες ανθρώπους, να αναμετρηθούν μόνοι τους με τον θάνατο. Οργισμένη ήταν και η αντίδραση της πλειονότητας της κοινωνίας, που έκανε λόγο για πλήρη ατιμωρησία για μία από τις μεγαλύτερες «πληγές» της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.