Έκρηξη πτωχεύσεων στη Γερμανία το 2025, με τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις να δέχονται τη μεγαλύτερη πίεση.

Στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων έντεκα ετών έχουν εκτιναχθεί οι επιχειρηματικές πτωχεύσεις στη Γερμανία στις αρχές του 2025, αποτυπώνοντας τη συνεχιζόμενη πίεση που δέχεται η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, σύμφωνα με δημοσίευμα της Deutsche Welle.

Βάσει των επίσημων στοιχείων, κατά τους πρώτους μήνες του έτους οι αιτήσεις πτώχευσης αυξήθηκαν σχεδόν κατά 12% σε ετήσια βάση, εξέλιξη που αντανακλά τη δυσκολία προσαρμογής χιλιάδων επιχειρήσεων σε ένα περιβάλλον παρατεταμένης οικονομικής αδυναμίας.

Ιδιαίτερα ευάλωτες εμφανίζονται οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της γερμανικής οικονομίας. Έρευνα του Γερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο (DIHK) δείχνει ότι σχεδόν μία στις τρεις επιχειρήσεις με λιγότερους από 20 εργαζομένους εκφράζει φόβους για επιδείνωση της οικονομικής της κατάστασης.

Πρόκειται για επιχειρήσεις που αντιστοιχούν σε περίπου 85% του συνολικού αριθμού εταιρειών στη χώρα, στοιχείο που καθιστά το φαινόμενο ιδιαίτερα ανησυχητικό για τη συνολική ανθεκτικότητα της οικονομίας.

Όπως επισημαίνει το Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών Leibniz Halle (IWH), η πλειονότητα των πτωχεύσεων αφορά πολύ μικρές επιχειρήσεις, με μέσο όρο περίπου δέκα εργαζομένους. Παράλληλα, ανοδική τάση καταγράφεται και στις προσωπικές πτωχεύσεις, γεγονός που αντανακλά τη γενικότερη πίεση στα εισοδήματα και τη μειούμενη οικονομική αντοχή των νοικοκυριών.

Οι επιπτώσεις στην αγορά εργασίας είναι ήδη ορατές. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του IWH, το 2025 ενδέχεται να επηρεαστούν 170.000 έως 200.000 θέσεις εργασίας, αριθμός αισθητά υψηλότερος από τα προ πανδημίας επίπεδα.

Αν και μέρος των απωλειών μπορεί να αντισταθμιστεί από τη δημιουργία νέων θέσεων σε υγιέστερες επιχειρήσεις, η συνολική εικόνα παραμένει επιβαρυμένη, ιδιαίτερα σε περιφέρειες με υψηλή συγκέντρωση μικρών μονάδων.

Οι αιτίες της έξαρσης των πτωχεύσεων είναι πολυπαραγοντικές. Η παρατεταμένη οικονομική στασιμότητα, το αυξημένο ενεργειακό κόστος, οι γεωπολιτικές αβεβαιότητες, οι επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία και οι απαιτήσεις της πράσινης μετάβασης έχουν περιορίσει δραστικά τα περιθώρια αντοχής πολλών επιχειρήσεων. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι πιέσεις εντείνονται και από καθυστερημένες προσαρμογές ή επιχειρηματικά σφάλματα.

Παρά τη ζοφερή εικόνα, διατυπώνεται μια συγκρατημένη αισιοδοξία. Παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι η κατάσταση θα μπορούσε να σταθεροποιηθεί, εφόσον η γερμανική οικονομία επιστρέψει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης το 2026. Ωστόσο, τα διαρθρωτικά προβλήματα παραμένουν και καθιστούν την προοπτική ταχείας αποκλιμάκωσης των πτωχεύσεων κάθε άλλο παρά δεδομένη.