Κάθε μέρα και ένα νέο περιστατικό βίας, κάθε μέρα και μια νέα αποκάλυψη παρενόχλησης.
Σαν να έχει γίνει η κακοποίηση ρουτίνα, ένα καθημερινό δελτίο ντροπής που περνά στα ψιλά. Όμως πίσω από τους αριθμούς της έκθεσης του 2024 -318 επώνυμες καταγγελίες, υπερδιπλάσιες από το 2022- υπάρχουν άνθρωποι, άνθρωποι που είπαν ένα «θέλω».
- «Θέλω να δουλεύω χωρίς φόβο».
- «Θέλω να με σέβονται».
- «Θέλω να μην παραιτηθώ από την αξιοπρέπειά μου».
Το «θέλω» δεν είναι πια προσωπική δήλωση. Είναι πολιτική πράξη. Γιατί όταν το λέει μια γυναίκα που παλεύει σε ένα γραφείο, ένας υπάλληλος που καταρρέει από ψυχολογική βία, ένας άνθρωπος που δεν αντέχει να κάνει πως δεν βλέπει, τότε αυτό το «θέλω» γίνεται κόλαφος απέναντι στη σιωπή που βολεύει.
Η σιωπή είναι η συνένοχη. Αυτή που προστατεύει τους θύτες, που διαστρέφει την ευθύνη, που ψιθυρίζει «μη μιλήσεις, θα μπλέξεις». Είναι η σιωπή των συναδέλφων που «δεν θέλουν να ανακατευτούν», των προϊσταμένων που «δεν άκουσαν τίποτα», των εταιρειών που γράφουν στα social «μηδενική ανοχή» και στην πράξη κάνουν μηδενική κίνηση.
Ναι, υπάρχουν νόμοι, πρωτόκολλα, κανονισμοί. Αλλά όσο οι καταγγελίες χάνονται σε γραφειοκρατικούς φακέλους, όσο οι ένοχοι μετατίθενται αντί να τιμωρούνται, όσο οι θεσμοί αντιμετωπίζουν τη βία σαν διοικητική υπόθεση, τίποτα δεν αλλάζει. Το 31% των υποθέσεων βρήκε λύση μέσω διαμεσολάβησης. Το 10% τιμωρήθηκε. Το υπόλοιπο; Βυθίστηκε στο αρχείο.
Η κοινωνία μας χρειάζεται επειγόντως ένα νέο συμβόλαιο αξιοπρέπειας. Όχι απλώς κανονισμούς, αλλά παιδεία. Όχι καμπάνιες επικοινωνίας, αλλά αλλαγή κουλτούρας. Γιατί δεν υπάρχει χώρος εργασίας χωρίς ασφάλεια, ούτε ανάπτυξη χωρίς σεβασμό στον άνθρωπο.
Το «θέλω» είναι ο καθρέφτης μας. Αν το ακούμε, ίσως υπάρχει ελπίδα. Αν το φιμώνουμε, γινόμαστε κομμάτι του προβλήματος.
Και όσο υπάρχει έστω ένας άνθρωπος που σηκώνει το κεφάλι και λέει «θέλω», ας είμαστε πίσω του όχι με χειροκροτήματα, αλλά με πράξεις. Γιατί το «θέλω» μπορεί να είναι η πιο δυνατή λέξη της εποχής μας. Αν το εννοούμε.