Δεν είναι πολυτέλεια να μπορείς να βγεις απ’ το σπίτι σου. Δεν είναι χάρη το να φτάνει το φως στο δωμάτιο και η ζωή στην πόρτα σου. Είναι ανθρώπινο δικαίωμα. Είναι ανάγκη. Είναι αυτονόητο ή θα έπρεπε να είναι.

Αν δεν έχεις ζήσει σε αμαξίδιο, αν δεν έχεις μετρήσει ένα-ένα τα σκαλοπάτια του κόσμου, δεν ξέρεις.

Δεν ξέρεις τι σημαίνει να είσαι 30 χρονών και να ζητάς βοήθεια για να φτάσεις μέχρι το περίπτερο. Να χρειάζεσαι άλλον για να αλλάξεις μια λάμπα, να κατέβεις το πεζοδρόμιο ή να μπεις στο μπάνιο. Να σε ρωτούν «βγαίνεις καθόλου;» κι εσύ να χαμογελάς. Όχι γιατί δεν θέλεις. Αλλά γιατί δεν μπορείς.

Η πρόσβαση δεν είναι λέξη τεχνική. Είναι λέξη ελπίδας.


Γι’ αυτό και το πρόγραμμα «Προσβασιμότητα Κατ’ Οίκον» δεν είναι μια ακόμα δράση. Είναι κάτι πολύ βαθύτερο. Είναι μια πολιτική πράξη με ψυχή.

Πάνω από 5.500 αιτήσεις μέσα σε λίγες εβδομάδες δεν είναι αριθμοί. Είναι κραυγές. Είναι φωνές που λένε: «Είμαι εδώ. Θέλω να ζω. Όχι απλώς να υπάρχω.»

Η Δόμνα Μιχαηλίδου δεν μίλησε σαν τεχνοκράτης. Μίλησε όπως πρέπει να μιλάνε οι άνθρωποι της Πολιτείας: χωρίς έπαρση, χωρίς παγωμένες λέξεις, αλλά με το χέρι στην καρδιά: «Δεν είναι επιθυμία. Είναι ανάγκη.»

Η Νέα Δημοκρατία δεν βλέπει τα ΑμεΑ ως ευπαθείς ομάδες. Τα βλέπει ως πρόσωπα με όνομα, ιστορία, φωνή. Και τολμά να χτίσει μια πολιτεία πιο δίκαιη, πιο προσβάσιμη, πιο πραγματική.

Δεν είναι έργο επικοινωνίας. Είναι έργο ζωής.


Δεν λύνεις τα πάντα με ένα πρόγραμμα, όχι. Αλλά ανοίγεις δρόμους. Και αυτοί οι δρόμοι δεν είναι συμβολικοί. Είναι κυριολεκτικοί: ράμπες, κουπαστές, ασανσέρ, χέρια που δεν τραβάνε αλλά στηρίζουν.

Η Ελλάδα αλλάζει όταν αλλάζει το βλέμμα της. Όταν κοιτά τον πολίτη όχι σαν περίπτωση, αλλά σαν ισότιμο συνοδοιπόρο.


Γι’ αυτό και αυτό το πρόγραμμα πρέπει να απλωθεί. Να ακουμπήσει κάθε γειτονιά, κάθε σπίτι. Γιατί σε κάθε σπίτι υπάρχει κάποιος που περιμένει να νιώσει ότι ανήκει.

Όχι απλώς στον χώρο. Αλλά στον κόσμο.