Σήμερα η Ελλάδα φοράει τα γιορτινά της. Από τα καμπαναριά της Τήνου μέχρι τις καρέκλες του καφενείου στην πιο μικρή πλατεία χωριού, όλα μυρίζουν Δεκαπενταύγουστο.

Κι όμως, η Παναγία δεν είναι μόνο η εικόνα που ασπάζεσαι. Είναι η μάνα που σε περιμένει και όταν γυρνάς ρημαγμένος. Είναι η γυναίκα που δεν είπε ποτέ «ως εδώ» στον πόνο του κόσμου.

Αυτό είναι που ξεχνάμε.

Αφήσαμε την πίστη να γίνει τουριστική ατραξιόν. Πανηγύρι με σουβλάκια, μπύρες και σερβιτόρους που σερβίρουν σταυρωτά χέρια και χαμόγελα στους τουρίστες.

Δεν λέω· η γιορτή θέλει χαρά. Αλλά αν μείνει μόνο στη χαρά, χάνει το νόημά της.

Η Κοίμηση της Θεοτόκου δεν είναι θρήνος. Είναι υπόσχεση. Ότι ο θάνατοςδεν είναι το τέλος. Ότι η μάνα δεν εγκαταλείπει ποτέ τα παιδιά της. Γι’ αυτό και το λέμε «Πάσχα του Καλοκαιριού» - γιατί μέσα στην καρδιά του Αυγούστου, μας θυμίζει πως υπάρχει άνοιξη ακόμη και μετά το πιο μαύρο χειμώνα.

Η Παναγία δεν ήταν άγαλμα. Ήταν γυναίκα από σάρκα και οστά, που περπάτησε μέσα στη σκόνη και τον φόβο. Είδε το παιδί της να σταυρώνεται και έμεινε όρθια. Και εμείς σήμερα την θέλουμε γλυκερή φιγούρα στα προσκυνητάρια, να μην μας ενοχλεί, να μην μας θυμίζει πως η πίστη είναι και αγώνας.

Η «Καλή Παναγιά» που ευχόμαστε δεν είναι απλά μια φράση. Είναι η ανάγκη μας να ξέρουμε ότι κάποιος μας σκεπάζει όταν όλα γκρεμίζονται. Είναι το αντίδοτο σε μια εποχή που οι άνθρωποι κοιτάζουν μόνο τον εαυτό τους.

Αν θέλουμε να την τιμήσουμε πραγματικά, δεν αρκεί να ανάψουμε ένα κερί σήμερα. Χρειάζεται να σηκώσουμε κι εμείς τον σταυρό του άλλου. Να δείξουμε έλεος εκεί που δεν μας συμφέρει. Να γίνουμε η αγκαλιά που δεν κλείνει ποτέ.

Γιατί αν η Παναγία μας κοιτά από ψηλά, δεν θα μας μετρά με το πόσο δυνατά χτυπήσαμε τις καμπάνες, αλλά με το πόσες καρδιές χτυπήσαμε με καλοσύνη.

Καλή Παναγιά. Και καλή μνήμη στο γιατί τη γιορτάζουμε.