Ο καναδικός οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης DBRS διατήρησε αμετάβλητο το αξιόχρεο της Ελλάδας, αναγνωρίζοντας την ισχυρή ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, η οποία το 2024 κατέγραψε ρυθμό 2,3%, σημαντικά υψηλότερο από τον μέσο όρο 0,9% στην Ευρωζώνη. Σύμφωνα με τον DBRS, η ανάπτυξη αυτή στηρίζεται κυρίως στην ισχυρή εγχώρια ζήτηση, η οποία ενισχύθηκε από την αύξηση της απασχόλησης και τις επενδύσεις που χρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ο οίκος επισημαίνει ότι η δυναμική αυτή, σε συνδυασμό με τα συνεχή πρωτογενή πλεονάσματα, έχει συμβάλει στη μείωση του δείκτη δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ, που αναμένεται να υποχωρήσει στο 141% έως το 2026 από 164% το 2023. Παρά την πρόοδο, ο DBRS υπογραμμίζει ότι η ελληνική οικονομία παραμένει ευάλωτη σε εξωτερικούς κινδύνους, όπως η επιδείνωση γεωπολιτικών ή παγκόσμιων εμπορικών συνθηκών, οι οποίες θα μπορούσαν να περιορίσουν την εξωτερική ζήτηση και να επηρεάσουν τις εξαγωγές.
Η σταθερή δέσμευση όλων των μεγάλων πολιτικών δυνάμεων για συνετή δημοσιονομική πολιτική ενισχύει την πιστωτική αξιοπιστία της χώρας, σημειώνει ο DBRS. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προβλέπει ότι το πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα θα διαμορφώνεται κατά μέσο όρο στο 2,4% του ΑΕΠ έως το τέλος της δεκαετίας, ενώ ο δείκτης δημόσιου χρέους αναμένεται να φτάσει στο 125% έως το 2030. Παρά τις θετικές αυτές προοπτικές, οι αξιολογήσεις περιορίζονται από τον υψηλό δείκτη χρέους, το μικρό μέγεθος της οικονομίας και το επίμονα υψηλό έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών.
Η Morningstar DBRS επισημαίνει ότι μια μελλοντική αναβάθμιση της Ελλάδας θα μπορούσε να γίνει εφικτή σε περίπτωση σημαντικής περαιτέρω μείωσης του δημόσιου χρέους, υποστηριζόμενης από διατηρήσιμα πρωτογενή πλεονάσματα ή από συνέχιση μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν τις επενδύσεις και ενισχύουν τις μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης.
Η σκυτάλη στην αξιολόγηση περνά τώρα στη Moody’s, η οποία θα προβεί στη δεύτερη αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας φέτος στις 19 Σεπτεμβρίου. Στην προηγούμενη αξιολόγηση της 15ης Μαρτίου, ο αμερικανικός οίκος είχε δώσει στην Ελλάδα την ελάχιστη επενδυτική βαθμίδα Baa3, αναθεωρώντας ταυτόχρονα τις προοπτικές της οικονομίας από «θετικές» σε «σταθερές».
