Καλό θα είναι να έχετε μεγαλύτερη επαφή με τα κείμενα, τόνισε ο Κωστής Χατζηδάκης στη Βουλή, απαντώντας στην ένσταση αντισυνταγματικότητας επί του άρθρου 15 του φορολογικού νομοσχεδίου, που κατέθεσε νωρίτερα ο ΣΥΡΙΖΑ, κατά την έναρξη της συζήτησης στην Ολομέλεια, και η οποία απορρίφθηκε. Το εν λόγω άρθρο αφορά στον προσδιορισμό του τεκμαρτού εισοδήματος των ελευθέρων επαγγελματιών στη βάση του κατώτατου μισθού.
Όπως είπε ο υπουργός Οικονομικών, Κωστής Χατζηδάκης, «όποιος διαβάσει την έκθεση του επιστημονικού συμβουλίου της Βουλής δεν θα βρει πουθενά τη λέξη αντισυνταγματικότητα. Υπάρχουν όντως ορισμένες παρατηρήσεις». Επιτέθηκε δε στην αντιπολίτευση, υποστηρίζοντας ότι καλύπτουν τη φοροδιαφυγή, σημειώνοντας χαρακτηριστικά απευθυνόμενος στον ΣΥΡΙΖΑ που κατέθεσε την ένσταση: «Θεωρείτε ότι το σύνταγμα θεσπίστηκε για να καθαγιάσει τη φοροδιαφυγή;» «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις ανάλογα με τις δυνάμεις τους. Αυτό λέει το σύνταγμα», υπογράμμισε.
«Θελετε να αντιμετωπίσουμε τη φοροδιαφυγή ή προχωρούμε με ψηφοθηρική λογική;», είπε στην πορεία ο υπουργός, για να θυμίσει στην αντιπολίτευση ότι η πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών υποστηρίζει τη μεταρρύθμιση στην οποία προχωρά η κυβέρνηση. Ο Κωστής Χατζηδάκης υπενθύμισε επίσης πως, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΑΑΔΕ, το 71% του συνόλου των ελευθέρων επαγγελματιών, δηλώνει εισόδημα κάτω από τον μισθωτό που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό. «Το πιστεύετε; Το πιστεύουν οι Έλληνες πολίτες;», είπε ο υπουργός Οικονομικών και επισήμανε ότι 430.000 ελεύθεροι επαγγελματίες δηλώνουν εισόδημα αποκλειστικά από το ελεύθερο επάγγελμα και έχουν φορολογική επιβάρυνση, μαζί με το τέλος επιτηδεύματος που είναι 650 ευρώ, 867 ευρώ. Ο μέσος συνταξιούχος πληρώνει 938 ευρώ και ο μέσος εργαζόμενος 1.161 ευρώ. «Αυτήν την κοινωνική δικαιοσύνη υπερασπίζεστε; Θεωρείτε ότι το σύνταγμα θεσπίστηκε για να καθαγιάσει τη φοροδιαφυγή;», είπε ο κ. Χατζηδάκης και σημείωσε ότι μεταξύ των ελευθέρων επαγγελματιών, μόλις το 4% πληρώνει το 51% της συνολικής φορολογίας όλου του κλάδου.
Σε σχέση με την επίκληση της κοινής πείρας για τον προσδιορισμό του τεκμαρτού εισοδήματος, ο υπουργός Οικονομικών ανέφερε: «Δεν ξέρω τι λέει η δική σας πείρα, αλλά εγώ δεν έχω δει πολλούς εργαζόμενους οι οποίοι αμείβονται με τον κατώτατο μισθό και βγάζουν πιο πολλά λεφτά από τα αφεντικά τους. Μπορεί να υπάρχουν εξαιρέσεις, γι' αυτό το τεκμαρτό εισόδημα είναι μαχητό, αλλά ο κανόνας είναι ότι το αφεντικό βγάζει περισσότερα από τον εργαζόμενό του. Εσείς τουλάχιστον στην Αριστερά θα έπρεπε να το είχατε αντιληφθεί…».
Παράλληλα, ο υπουργός Οικονομικών επισήμανε ότι το 84% των ιδιοκτητών μπαρ δηλώνουν εισόδημα κάτω από το εισόδημα του μισθωτού με τον κατώτατο μισθό. «Τι πρέπει να κάνουμε; Να το καταπιούμε αμάσητο;», είπε ο κ. Χατζηδάκης και υπογράμμισε ότι το τεκμαρτό εισόδημα, όπως εισάγεται στο νομοσχέδιο, δεν είναι οριζόντιο αφού έχουν προβλεφθεί και εξαιρέσεις, όπως για αναπήρους, πολυτέκνους, για μονογονεϊκές, για τα μικρά χωριά, για τα νησιά κάτω από 3.000 κατοίκους, για τις νεοσύστατες επιχειρήσεις.
Η νομολογία του ΣτΕ λαμβάνεται απολύτως υπόψη
Στο κλίμα αυτό, ανέφερε επίσης ότι το τεκμήριο δεν είναι κάτι πρωτοφανές. Ισχύουν ήδη οι αντικειμενικές αξίες ακινήτων, τα τεκμήρια διαβίωσης. «Αυτά γιατί δεν σας ενόχλησαν; Θα ήθελα μια απάντηση», είπε ο κ. Χατζηδάκης και υπογράμμισε: «Η νομολογία του ΣτΕ λαμβάνεται απολύτως υπόψη. Θέλω δε να σας θυμίσω πως είναι το ίδιο το ΣτΕ που έχει θεωρήσει συνταγματικό το τέλος επιτηδεύματος που εμείς καταργούμε σε δύο χρόνια, νωρίτερα και ήταν οριζόντιο. Πώς είναι δυνατόν λοιπόν να έχει θεωρηθεί συνταγματικό το τέλος επιτηδεύματος και να είναι αντισυνταγματικό το νομοσχέδιο; Πώς;».
«Δεν μου έχει συμβεί να κριθεί αντισυνταγματικό νομοσχέδιο που εισηγήθηκα. Το έζησα στον περιβαλλοντικό νόμο, κρίθηκε συνταγματικός. Το έζησα στον νόμο για τη ΔΕΗ, κηρύχθηκε συνταγματικός. Το έζησα στον νόμο για τους πιστοποιημένους δικηγόρους και λογιστές, κηρύχθηκε συνταγματικός. Το έζησα στον νέο νόμο για τον ΕΦΚΑ, κηρύχθηκε συνταγματικός. Και αυτός ο νόμος θα κηρυχθεί συνταγματικός, γιατί είναι ένας δίκαιος νόμος. Που προσπαθεί να επιβάλλει δίκαια τα φορολογικά βάρη», είπε ο κ. Χατζηδάκης και υπογράμμισε: «Υπό το φως των διατάξεων του συντάγματος και της κοινής πείρας, θέλετε όλοι να αντιμετωπίσουμε τη φοροδιαφυγή ή προχωρούμε με ψηφοθηρική λογική; Σας πληροφορώ πάντως ότι και με ψηφοθηρική λογική να προχωράτε, κάνετε λάθος. Διότι σε όλες τις δημοσκοπήσεις που έχουν δημοσιευθεί, προκύπτει ότι και οι μισοί δικοί σας οπαδοί στηρίζουν αυτήν τη μεταρρύθμιση».
Η ένσταση αντισυνταγματικότητας του ΣΥΡΙΖΑ
Στην ένσταση αντισυνταγματικότητας, ο ΣΥΡΙΖΑ αναφέρει τα εξής:
«Οι βουλευτές του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-ΠΣ που υπογράφουμε, προβάλλουμε ένσταση και αντιρρήσεις λόγω αντισυνταγματικότητας κατά του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών ως προς το άρθρο 15 του σχεδίου νόμου.
Με το άρθρο 15 εισάγεται νέο σύστημα τεκμαρτού προσδιορισμού του ελάχιστου εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα (εκτός του εισοδήματος από αγροτική δραστηριότητα) που αποκτούν φυσικά πρόσωπα (με την εξαίρεση των προσώπων που αποκτούν εισόδημα από έως και τρεις εργοδότες, και αυτών που παρουσιάζουν αναπηρία άνω του 80%), συναρτώμενο καταρχήν προς το ετήσιο ποσό του νομοθετημένου μεικτού κατώτατου μισθού ή προς το ποσό που αντιστοιχεί στις μεικτές αποδοχές του υψηλότερα αμειβόμενου υπαλλήλου που απασχολείται από το υπόχρεο φυσικό πρόσωπο και έως 30.000 ευρώ. Το ποσό αυτό προσαυξάνεται έως 30% αναλόγως του χρόνου έναρξης της επαγγελματικής δραστηριότητας του υποχρέου και, περαιτέρω, σε αυτό προστίθεται (α) ποσό ίσο με το 10% της ετήσιας δαπάνης μισθοδοσίας (και έως 15.000 ευρώ), και (β) ποσό που ανέρχεται σε 5% επί του ποσού κατά το οποίο ο κύκλος εργασιών του υποχρέου υπερβαίνει τον μέσο ετήσιο κύκλο εργασιών του συνόλου των επιχειρηματιών που ασκούν την ίδια δραστηριότητα (βάσει του Κωδικού Αριθμού Δραστηριότητας από την οποία ο υπόχρεος αντλεί τα υψηλότερα έσοδα). Το ως άνω προσδιοριζόμενο ετήσιο τεκμαρτό εισόδημα δεν μπορεί να υπερβεί τις 50.000 ευρώ.
Η προτεινόμενη διάταξη του άρθρου 15 αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 και 5 του Συντάγματος στην αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος), εν όψει, όχι μόνο της ουσιώδους διαφοράς των συνθηκών απασχολήσεως των εν λόγω δύο κατηγοριών προσώπων αλλά, προεχόντως, λόγω της ριζικής, επί συνταγματικού επιπέδου, διαφοράς του νομικού καθεστώτος υπό το οποίο οι μισθωτοί παρέχουν τις υπηρεσίες τους εν σχέσει προς τους μη μισθωτούς (αυτοαπασχολούμενους).
Οι μισθωτοί και οι μη μισθωτοί τελούν υπό "ουσιωδώς διαφορετικές συνθήκες απασχολήσεως και παραγωγής εισοδήματος".
Πράγματι, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας, τα έσοδα των μισθωτών χαρακτηρίζονται από σταθερότητα, καθώς προέρχονται από έναν, κατά κανόνα, εργοδότη, ο οποίος δεσμεύεται καθ' όλο το χρονικό διάστημα της απασχόλησής τους σε αυτόν να τους καταβάλλει συγκεκριμένο μισθό, ενώ οι δαπάνες που συνδέονται με την εργασία τους, κατά κανόνα, δεν βαρύνουν αυτούς, αλλά τον εργοδότη τους, σε αντίθεση με τους μη μισθωτούς των οποίων τα έσοδα συναρτώνται από πλήθος παραγόντων (στους οποίους, πάντως, δεν περιλαμβάνεται το ύψος του νομοθετημένου κατώτατου μισθού ή των αποδοχών του υψηλότερα αμειβόμενου απασχολούμενου υπαλλήλου τους), με αποτέλεσμα να μην είναι ποτέ σταθερά, ενώ το ίδιο ισχύει και για τις δαπάνες τους που βαρύνουν τους ίδιους. Στο πλαίσιο αυτό, σε αντίθεση με τους μισθωτούς, το εισόδημα των μη μισθωτών είναι διαρκώς μεταβαλλόμενο, δεν συναρτάται, καταρχήν, με τους παράγοντες που διαμορφώνουν το ύψος του νομοθετημένου κατώτατου μισθού (άρθρο 134 παρ. 2 του Κώδικα Ατομικού Εργατικού Δικαίου, π.δ. 80/2022) ή του μισθού του υψηλότερα αμειβόμενου απασχολούμενου υπαλλήλου, ενώ δεν αποκλείεται να είναι και αρνητικό (ζημίες), κυρίως στους τομείς της βιοτεχνίας και του εμπορίου, ενδεχόμενο που αναγνωρίζει και ο φορολογικός νομοθέτης, παρέχοντας τη δυνατότητα μεταφοράς της σχετικής ζημίας και συμψηφισμού της με μελλοντικά κέρδη κατά τον υπολογισμό του φόρου εισοδήματος των επόμενων πέντε ετών (άρθρο 27 παρ. 1 ΚΦΕ). Συνεπώς, η επίκληση των διδαγμάτων της κοινής πείρας για τη συναγωγή τεκμηρίου ως προς το ύψος του ελάχιστου καθαρού εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα που αποκτά ένα φυσικό πρόσωπο βάσει του νομοθετημένου κατώτατου μισθού ή, πολύ περισσότερο, των αποδοχών του υψηλότερα αμειβόμενου απασχολούμενου υπαλλήλου, προσκρούει στην αρχή της ισότητας του άρθρου 4 παρ.1 και 5 του συντάγματος».