Μνήμες του παρελθόντος από μεγάλες φυσικές καταστροφές στη Χαλκιδική «ξυπνά» η φονική καταιγίδα που έπληξε την περιοχή, αφήνοντας πίσω της επτά νεκρούς και μεγάλες ζημιές.

Ο επικεφαλής του τμήματος Πολιτικής Προστασίας της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, Μπάμπης Στεργιάδης, ο οποίος έχει διατελέσει επί 16 χρόνια, προϊστάμενος της Πολιτικής Προστασίας στη Χαλκιδική, δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι δεν έχει καταγραφεί τα προηγούμενα χρόνια στην περιοχή μπουρίνι αντίστοιχης έντασης με εκείνο της περασμένης Τετάρτης, κάτι που επιβεβαιώνει και η Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία, κάνοντας λόγο για ρεκόρ των τελευταίων 35 χρόνων.

Ο κ. Στεργιάδης θυμάται, ωστόσο, ιδιαίτερα έντονα, τις πυρκαγιές του 2012 στην Ουρανούπολη, του 2006 στην Κασσάνδρα, του 2004 στον Μαρμαρά και του 1989 στη Σιθωνία.

Το 2012, η πυρκαγιά είχε ξεσπάσει στο Άγιον Όρος κοντά στη Μονή Χιλανδαρίου, ενώ είχε επεκταθεί κοντά στον οικισμό της Ουρανούπολης, όπου απείλησε σπίτια και ξενοδοχεία, με αποτέλεσμα να εκκενωθούν αρκετά από αυτά. Η κινητοποίηση των δυνάμεων πυρόσβεσης ήταν τεράστια καθώς το μέτωπο της φωτιάς έφτανε τα 25 χιλιόμετρα, ενώ η ευρύτερη περιοχή είχε κηρυχθεί σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και ο αέρας που έπνεε μετέφερε αποκαΐδια και στάχτες στις απέναντι ακτές της Σιθωνίας. Τελικά, ύστερα από τέσσερις μέρες ξεκίνησε βροχή προσφέροντας μία ανέλπιστη βοήθεια στις δυνάμεις πυρόσβεσης που κατάφεραν να σβήσουν τη φωτιά δυο μέρες αργότερα.

Το 2006, εβδομήντα επτά τετραγωνικά χιλιόμετρα δάσους είχαν καεί από την πυρκαγιά στην Κασσάνδρα, στα δύο μέτωπα της φωτιάς που είχαν εκδηλωθεί στην Καλάνδρα και τη Νέα Σκιώνη από τη μία πλευρά του πρώτου ποδιού και την Αγία Παρασκευή, από την άλλη. Τραυματίες με εγκαύματα, καρδιολογικά και αναπνευστικά προβλήματα είχαν διακομιστεί στο νοσοκομείο Πολυγύρου και τα Κέντρα Υγείας της περιοχής ενώ ένας Γερμανός τουρίστας είχε πνιγεί στην προσπάθειά του να φύγει από την παραλία του Πολύχρονου.

Δύο χρόνια νωρίτερα, το 2004, η φωτιά που ξέσπασε στη χωματερή του Νέου Μαρμαρά, μέσα σε δασική έκταση, πήρε γρήγορα διαστάσεις και έφτασε σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από τα σπίτια. Οι ισχυρές δυνάμεις της πυροσβεστικής κατάφεραν να απομακρύνουν το πύρινο μέτωπο από το χωριό ενώ είχε διαταχθεί προκαταρκτική εξέταση από την εισαγγελέα προκειμένου να διερευνηθούν τυχόν ευθύνες.

Μεγάλη ήταν και η πυρκαγιά που ξέσπασε το 1989 από κεραυνό στη Σιθωνία και κατέκαψε σχεδόν όλο το βόρειο τμήμα της χερσονήσου.

Μια ακόμη φωτιά, αρκετά παλαιότερη, θυμάται ο περιφερειακός σύμβουλος Χαλκιδικής Δημήτρης Τζηρίτης, ο οποίος αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι το 1978 στην Κασσάνδρα είχαν καεί πενήντα δύο χιλιάδες στρέμματα δάσους και τουριστικές εγκαταστάσεις, δεν υπήρξαν ωστόσο, ευτυχώς, θύματα.

Σε ό,τι αφορά τις πλημμύρες, ο κ. Στεργιάδης θυμάται τη μεγάλη πλημμύρα που σημειώθηκε πριν από 19 χρόνια, τον Οκτώβριο του 2000, στη Μεγάλη Παναγιά. Ήταν τότε που μετά από μια πολύ μεγάλη νεροποντή, μεγάλες ποσότητες υδάτων κατέβηκαν στο χωριό και οι καταστροφές ήταν ανυπολόγιστες. Το νερό είχε παρασύρει αυτοκίνητα, κατέστρεψε δρόμους και εγκαταστάσεις, ξερίζωσε δέντρα και προκάλεσε μεγάλες ζημιές. Είναι χαρακτηριστικό ότι 420 χιλιοστά βροχής είχαν πέσει μέσα σε δύο ώρες.

Ζημιές σε υποδομές, σπίτια, επιχειρήσεις και οχήματα προκάλεσε και η νεροποντή που σημειώθηκε τον Ιούνιο του 2018 στη Χαλκιδική, προκαλώντας σημαντικά προβλήματα στη Νικήτη Σιθωνίας. Δρόμοι μετατράπηκαν σε ποτάμια, παρασύροντας οχήματα και κάδους απορριμμάτων στη θάλασσα. Ένα χρόνο νωρίτερα, τον Ιούλιο του 2017 σημειώθηκαν πλημμύρες και πτώσεις βράχων στο οδόστρωμα και πάλι στη Σιθωνία και συγκεκριμένα στην περιοχή από τον Μαρμαρά και την Τορώνη μέχρι την Συκιά.

Τις περσινές πλημμύρες στη Χαλκιδική ανασύρει από τη μνήμη του και ο διοικητής Πυροσβεστικών Υπηρεσιών Κεντρικής Μακεδονίας, Κώστας Παχίδης. Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, δεν παραλείπει, άλλωστε, να αναφερθεί και σε μεγάλες καταστροφές που έγιναν στη Θεσσαλονίκη, συγκαταλέγοντας σε αυτές, την πυρκαγιά του 1997 στο περιαστικό δάσος της Θεσσαλονίκης, το Σέιχ Σου, τις πλημμύρες του 2016 στο Δήμο Θερμαϊκού και τις πλημμύρες που σημειώθηκαν πέρσι και το 2011 στο Δήμο Βόλβης. Εκεί είχαν πλημμυρίσει πριν από οκτώ χρόνια πάνω από εκατό σπίτια, καταστήματα και αποθήκες ενώ τα ορμητικά νερά της βροχής είχαν παρασύρει και την γέφυρα στον οικισμό του Μελισσουργού, προκαλώντας, παράλληλα και μεγάλες καταστροφές στο οδικό δίκτυο της περιοχής.

Ο ρόλος της κλιματικής αλλαγής

Kαθώς μικρότερης έντασης φυσικές καταστροφές, πλημμυρικά φαινόμενα και πυρκαγιές καταγράφονται σχεδόν κάθε χρόνο από τις υπηρεσίες της Πολιτικής Προστασίας, ο κ. Στεργιάδης επισημαίνει με έμφαση το ρόλο της κλιματικής αλλαγής, λέγοντας ότι έργα αντιπλημμυρικής και αντιπυρικής προστασίας υλοποιούνται, ωστόσο η ένταση των φαινομένων πλέον δεν μπορεί να προβλεφθεί και να αντιμετωπιστεί με τα έργα του παρελθόντος.

«Θα πρέπει να γίνουν καινούριοι σχεδιασμοί ώστε οι αντοχές των έργων που εκτελούν οι τεχνικές υπηρεσίες να μπορούν να ανταπεξέλθουν στα νέα δεδομένα. Για παράδειγμα, η διατομή των ρεμάτων κατά τους καθαρισμούς τους θα πρέπει να είναι μεγαλύτερη για να αντέξει μεγαλύτερες ποσότητες υδάτων» σχολιάζει. Για τις πυρκαγιές σημειώνει, άλλωστε, ότι οι αντιπυρικές ζώνες έχουν καταργηθεί με τη λογική ότι είχαν εύρος μόλις τριάντα μέτρων τη στιγμή που τα κουκουνάρια μπορούσαν να μεταφέρουν τη φωτιά σε απόσταση εκατό μέτρων. Στο πλαίσιο αυτό υπογραμμίζει την ανάγκη υιοθέτησης νέων πρακτικών, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται η εγκατάσταση συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης πυρκαγιάς όπως τα ραντάρ που σχεδιάζεται να τοποθετηθούν στο δάσος του Σέιχ Σου, ώστε, σε περίπτωση πυρκαγιάς, να μπορούν να δώσουν άμεσα σήμα προειδοποίησης στην πυροσβεστική υπηρεσία.

Υπέρ της αναβάθμισης των απαραίτητων υποδομών για την πρόληψη και την αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών δηλώνει ο κ. Τζηρίτης ενώ ο κ. Παχίδης δίνει έμφαση στην σωστή συνεργασία και ετοιμότητα των εμπλεκόμενων φορέων.