Ο Νίκος Αλιβιζάτος απαντά στον Ευάγγελο Βενιζέλο με αφορμή τις παρεμβάσεις του πρώην προέδρου του ΠΑΣΟΚ για τη διακυβερνησιμότητα.

Νέο γύρο αντιπαράθεσης με τον Ευάγγελο Βενιζέλο άνοιξε ο Νίκος Αλιβιζάτος με το άρθρο του στην «Καθημερινή της Κυριακής» υπό τον τίτλο «Τελειώσαμε όντως με τις μονοκομματικές κυβερνήσεις;». Ουσιαστικά πρόκειται για μια απάντηση στον πρώην πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, μετά τις πρόσφατες παρεμβάσεις για τη διακυβερνησιμότητα και τη σκοπιμότητα των συμμαχικών κυβερνήσεων.

Ο κ. Βενιζέλος έχει διατυπώσει τον ισχυρισμό ότι οι μονοκομματικές κυβερνήσεις έχουν τελειώσει, υποστηρίζοντας ότι «η επόμενη κυβέρνηση πρέπει να είναι κυβέρνηση συνεργασίας για λόγους κατ’ αρχάς διαφάνειας, για λόγους δημοκρατικής ας το πούμε αισθητικής, για λόγους συμμετοχής και συναντίληψης, για λόγους νομιμοποίησης και γιατί δεν μπορεί η χώρα να πορεύεται συγκρουσιακά».

Στον αντίποδα, ο κ. Αλιβιζάτος επιχειρεί να επαναφέρει στο προσκήνιο ένα βασικό επιχείρημα: ότι στην ελληνική πολιτική ιστορία οι μονοκομματικές κυβερνήσεις υπήρξαν ο κανόνας των μεγάλων μεταρρυθμίσεων και όχι το πρόβλημα που ορισμένοι σήμερα περιγράφουν.

Στο επίκεντρο του άρθρου του τίθεται η έννοια της «διακυβερνησιμότητας», την οποία ο κ. Αλιβιζάτος χαρακτηρίζει «βαρύγδουπο νεολογισμό», «κακόηχο και αδόκιμο». Κατά την ανάλυσή του, ο όρος χρησιμοποιείται περισσότερο ως εργαλείο πολιτικής πίεσης και λιγότερο ως ακριβής θεσμική περιγραφή. Υπενθυμίζει ότι από τις αρχές του 20ού αιώνα έως και τη μεταπολίτευση, όλες οι κρίσιμες θεσμικές και οικονομικές τομές στη χώρα υλοποιήθηκαν από κυβερνήσεις με καθαρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία και σαφή πολιτική ευθύνη.

Ο συνταγματολόγος θέτει ευθέως το ζήτημα της ελληνικής ιδιαιτερότητας, απορρίπτοντας τις εύκολες συγκρίσεις με την Κεντρική Ευρώπη. Οπως σημειώνει, οι κυβερνήσεις συνεργασίας σε χώρες με μακρά παράδοση συνασπισμών στηρίζονται σε διαφορετική κομματική αρχιτεκτονική και πολιτική κουλτούρα. Στην Ελλάδα, αντίθετα, οι συμμαχικές κυβερνήσεις υπήρξαν ιστορικά εξαιρέσεις και όχι σταθερός τρόπος διακυβέρνησης, λειτουργώντας κυρίως ως μεταβατικά σχήματα.

Στο ίδιο πλαίσιο, ο κ. Αλιβιζάτος εκτιμά ότι ακόμη και αν οι επόμενες εκλογές δεν οδηγήσουν σε μονοκομματική κυβέρνηση, ένα ενδεχόμενο σχήμα συνεργασίας δύσκολα θα αποκτήσει μακροπρόθεσμο χαρακτήρα. Κατά την άποψή του, η εμπειρία δείχνει ότι τέτοιες κυβερνήσεις στην Ελλάδα αποτελούν «παρενθέσεις», προϊόντα συγκυριακής ανάγκης και όχι έκφραση ώριμης πολιτικής σύγκλισης.

Ιδιαίτερη αίσθηση προκάλεσαν, ωστόσο, τα αιχμηρά υπονοούμενα που συνοδεύουν την επιχειρηματολογία του. Ο Νίκος Αλιβιζάτος αναρωτιέται αν η εμμονή με τις κυβερνήσεις συνεργασίας συνδέεται με «θεμιτές φιλοδοξίες προσώπων που θέλουν να φανούν χρήσιμα σε μια δύσκολη συγκυρία» ή με «ευσεβείς πόθους ορισμένων που, ως κομματικοί ηγήτορες, δεν κατάφεραν να συσπειρώσουν ευρύτερα στρώματα». Παρότι δεν κατονομάζει τον αποδέκτη, το πολιτικό μήνυμα είναι σαφές και απευθύνεται στον Ευάγγελο Βενιζέλο.

Κάπου εδώ η συζήτηση για τις μονοκομματικές κυβερνήσεις μετατρέπεται σε προσωπική –και παλιά– αντιπαράθεση. Η κόντρα των δύο συνταγματολόγων μετρά δεκαετίες και έχει περάσει από κρίσιμους σταθμούς: από τη διαφωνία για την ψήφο Αλευρά το 1985, μέχρι το εμπάργκο στα Σκόπια, τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, το άρθρο 86 περί ευθύνης υπουργών και την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες.

Ο Ευάγγελος Βενιζέλος, από την πλευρά του, αντιμετωπίζει τις θέσεις Αλιβιζάτου ως θεωρητικές και αποκομμένες από την πολιτική πράξη. Εχει επανειλημμένα υποστηρίξει ότι η εμπειρία της διακυβέρνησης τού επιτρέπει να αντιλαμβάνεται τα όρια και τους κινδύνους του πολιτικού συστήματος καλύτερα απ’ όσους το προσεγγίζουν αποκλειστικά ακαδημαϊκά. Στο θέμα των συνεργασιών θεωρεί ότι η αναζήτηση ευρύτερων συναινέσεων αποτελεί αναγκαία απάντηση στον κατακερματισμό και στη φθορά της εμπιστοσύνης.

Η τελευταία αυτή σύγκρουση, ωστόσο, ξεχωρίζει διότι αφορά το ίδιο το μοντέλο διακυβέρνησης της χώρας. Ο Ν. Αλιβιζάτος υπερασπίζεται τη μονοκομματική σταθερότητα ως ιστορικά δοκιμασμένη λύση. Ο Ε. Βενιζέλος αντιπροτείνει τη λογική των συνεργασιών ως θεσμική αναγκαιότητα της νέας εποχής, προφανώς θέλοντας να δημιουργήσει «ρήγμα» στην κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Το βέβαιο είναι ότι η «εχθροφιλία» τους (όπως παλαιότερα είχε χαρακτηριστεί από την «Καθημερινή») παραμένει ζωντανή και πολιτικά γόνιμη. Και όσο το εκλογικό τοπίο θολώνει, τόσο οι παρεμβάσεις τους θα συνεχίσουν να λειτουργούν όχι απλώς ως επιστημονικές απόψεις αλλά ως εργαλεία πολιτικής ερμηνείας και, εν τέλει, αντιπαράθεσης.