Χιλιάδες Βορειοκορεάτες εργάτες στέλνονται στη Ρωσία για να καλύψουν την οξεία έλλειψη εργατικού δυναμικού που έχει προκαλέσει η εισβολή στην Ουκρανία, σύμφωνα με έρευνα του BBC.
Οι νοτιοκορεατικές μυστικές υπηρεσίες αναφέρουν ότι η Μόσχα, πέρα από τη χρήση βορειοκορεατικών όπλων και στρατιωτών, βασίζεται όλο και περισσότερο σε αυτούς τους εργάτες, οι οποίοι εργάζονται σε συνθήκες που παραπέμπουν σε καταναγκαστική εργασία.
Μαρτυρίες έξι δραπετών περιγράφουν εξαντλητικά ωράρια έως και 18 ώρες ημερησίως, μόλις δύο ημέρες άδεια τον χρόνο και άθλιες συνθήκες διαβίωσης σε υπερπλήρη κοντέινερ ή ημιτελή κτίρια χωρίς θέρμανση. Οι εργάτες καταγγέλλουν ξυλοδαρμούς από επόπτες, στέρηση ιατρικής περίθαλψης ακόμη και μετά από σοβαρά ατυχήματα και συνεχή παρακολούθηση από πράκτορες της βορειοκορεατικής ασφάλειας.
Παρά την απαγόρευση του ΟΗΕ από το 2019 για την αποστολή Βορειοκορεατών εργατών στο εξωτερικό, η Ρωσία φέρεται να υποδέχθηκε το 2024 πάνω από 13.000 άτομα — δώδεκα φορές περισσότερους από το 2023 — αξιοποιώντας σε πολλές περιπτώσεις φοιτητικές βίζες για να παρακάμψει τις κυρώσεις.
Η Πιονγιάνγκ σχεδιάζει να στείλει συνολικά πάνω από 50.000 εργάτες, οι οποίοι απασχολούνται κυρίως σε μεγάλα κατασκευαστικά έργα, αλλά και σε βιομηχανίες ένδυσης και κέντρα πληροφορικής.
Η Μόσχα σκοπεύει να χρησιμοποιήσει τουλάχιστον 5.000 εργάτες για την ανοικοδόμηση του Κουρσκ, ενώ δεν αποκλείεται να σταλούν και σε κατεχόμενες ουκρανικές περιοχές. Η επιλογή τους γίνεται με αυστηρό έλεγχο, με προτεραιότητα στους πλέον «αξιόπιστους», που αφήνουν πίσω τις οικογένειές τους.
Αν και οι αποδοχές είναι υψηλότερες σε σχέση με τη Βόρεια Κορέα, το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων καταλήγει στο καθεστώς ως «αμοιβές πίστης». Οι ίδιοι λαμβάνουν ελάχιστα — συχνά 100 με 200 δολάρια τον μήνα — και αυτά μόνο μετά την επιστροφή τους στην πατρίδα. Ορισμένοι, αντιλαμβανόμενοι την εκμετάλλευση, επιχειρούν να δραπετεύσουν, ρισκάροντας τη ζωή τους.
Σύμφωνα με αναλυτές, η μαζική αποστολή εργατών αναμένεται να εξελιχθεί σε μόνιμο στοιχείο της συνεργασίας Πιονγιάνγκ - Μόσχας, ακόμη και μετά το τέλος του πολέμου, αντικαθιστώντας σταδιακά τη στρατιωτική βοήθεια με «ανθρώπινο κεφάλαιο» για την ανοικοδόμηση.