Αύξηση τζίρου και εργαζομένων κατέγραψε, παρά τις επιπτώσεις της πανδημίας, το 65% των ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜμΕ), που συμμετείχαν στο πρόγραμμα «Advice for Small Businesses» της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD), έναν χρόνο μετά την ολοκλήρωσή του, ενώ μία στις δύο (ποσοστό 50%) δήλωσε άνοδο και στις εξαγωγές της.
Τα παραπάνω επισήμανε, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η Δήμητρα Παπανδρέου, principal manager του προγράμματος, το οποίο θα συνεχιστεί τουλάχιστον μέχρι το 2024, με τη στήριξη των χρηματοδοτών του, ήτοι της ΕΕ -μέσω του Ευρωπαϊκού Κόμβου Επενδυτικών Συμβούλων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ)- της Ελληνικής Δημοκρατίας και της ίδιας της EBRD.
«Είμαστε πολύ χαρούμενοι, που από την αρχή της υλοποίησης του προγράμματος στην Ελλάδα το 2018 και μέχρι σήμερα, έχουμε καταφέρει να υποστηρίξουμε περίπου 130 ελληνικές ΜμΕ, προσφέροντας εξατομικευμένες συμβουλευτικές υπηρεσίες. Επίσης, πάνω από 500 εκπρόσωποι του επιχειρηματικού οικοσυστήματος έχουν υποστηριχθεί μέσω επιχειρηματικών ημερίδων σε τομείς όπως για παράδειγμα το ελαιόλαδο και οι σύγχρονες τεχνολογίες, μέσω τεχνικών σεμιναρίων, με έμφαση στις εξαγωγές και μέσω της διασύνδεσής τους με άλλες επιχειρήσεις στο εξωτερικό» επισήμανε η κ. Παπανδρέου και γνωστοποίησε ότι επιδίωξη της EBRD, ήδη από την αρχή, υπήρξε η κάλυψη επιχειρήσεων από όλη την Ελλάδα «και καταφέραμε μέχρι σήμερα τα δύο τρίτα αυτών να βρίσκονται εκτός Αττικής, με το 32% να εδρεύει στη Βόρεια Ελλάδα».
Το γραφείο Θεσσαλονίκης της EBRD κλείνει φέτος δύο χρόνια λειτουργίας. Πόσες βορειοελλαδικές επιχειρήσεις υποστηρίχθηκαν συνολικά στη διετία; «Οι επιχειρήσεις στην Βόρεια Ελλάδα έδειξαν πολύ μεγάλο ενδιαφέρον από την αρχή του προγράμματος (…) Η έντονη ζήτηση και η αυξημένη παραγωγική και βιομηχανική δραστηριότητα στην ευρύτερη περιοχή μάς οδήγησε στην απόφαση να ανοίξουμε το γραφείο της Θεσσαλονίκης το 2019. Την τελευταία διετία και με την τοπική παρουσία της ομάδας μας, υλοποιήσαμε συνολικά 30 έργα και συνεχίζουμε» σημείωσε η κα Παπανδρέου και διευκρίνισε πως οι επιχειρήσεις της Βόρειας Ελλάδας έλαβαν κυρίως συμβουλευτικές υπηρεσίες στους τομείς των πωλήσεων και του μάρκετινγκ, με ένα πολύ μεγάλο ποσοστό να αφορά την υποστήριξη των εξαγωγών. Μεγάλη ζήτηση υπήρξε επίσης και στα πεδία της στρατηγικής και των λειτουργιών των επιχειρήσεων.
Το παράδειγμα μιας εταιρείας επίπλων
Σύμφωνα με την principal manager του προγράμματος, κατά τη διάρκεια της πανδημίας επιδιώχθηκε η υποστήριξη των επιχειρήσεων στα πεδία που είχαν περισσότερο ανάγκη, τόσο μέσα από συμβουλευτικές υπηρεσίες, «όσο και προσαρμόζοντας τη λειτουργία μας, ώστε να επιχειρούμε εντελώς απομακρυσμένα και προσφέροντας και πρόσθετες υπηρεσίες, όπως δωρεάν εκπαιδευτικά σεμινάρια για ΜμΕ σε θέματα διαχείρισης της κρίσης». Όσον αφορά τις συμβουλευτικές υπηρεσίες, η κ. Παπανδρέου ανέφερε ενδεικτικά το παράδειγμα της εταιρίας επίπλων «Letto Αφοί Α. Κοίου Ο.Ε» (Letto) από τη Θεσσαλονίκη: «Αρχικά συνεργαστήκαμε με τη Letto παρέχοντάς της συμβουλευτικές υπηρεσίες που αφορούσαν στην ανάλυση αγοράς, τις στρατηγικές αποφάσεις που έπρεπε να λάβει, προκειμένου να γίνει πιο ανταγωνιστική, να πετύχει τους στόχους της και να προγραμματίσει τα επόμενα βήματα.
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, κατόπιν αιτήματος της εταιρίας να την υποστηρίξουμε στον σχεδιασμό της ενάντια στις επιπτώσεις της κρίσης, υλοποιήσαμε δεύτερο έργο στο πεδίο των πωλήσεων, όπου ο επιλεγμένος από την επιχείρηση σύμβουλος τη βοήθησε να ορίσει το ισχυρό ανταγωνιστικό πλεονέκτημά της και να καταρτίσει στρατηγική για την ανάπτυξη δικτύου πωλήσεων σε όλη την Ελλάδα. Μέσω της στήριξης του προγράμματος και εν μέσω πανδημίας, η οικογενειακή επιχείρηση κατάφερε όχι μόνο να διατηρήσει, αλλά και να αυξήσει τον τζίρο της, καθώς και το μερίδιο αγοράς και να εξελιχθεί περαιτέρω» γνωστοποίησε.
Ποιες υπηρεσίες ζήτησαν οι επιχειρήσεις εν μέσω πανδημίας;
Ποιες ήταν οι βασικές ανάγκες των ελληνικών επιχειρήσεων για συμβουλευτικές υπηρεσίες εν μέσω πανδημίας; «Πολύ μεγάλο ποσοστό των πελατών μας είναι οικογενειακές επιχειρήσεις οδηγούμενες από το όραμα του ιδιοκτήτη τους. Προκειμένου να εξελιχθούν, χρειάζονται περαιτέρω εξειδικευμένες γνώσεις. Βασική ανάγκη λοιπόν από την αρχή του προγράμματος, ήταν η δημιουργία στρατηγικού πλάνου, πεδίο το οποίο συνέχισε να αποτελεί πολύ μεγάλο μέρος της ζήτησής μας και εν μέσω πανδημίας όπου οι πελάτες μας αναζητούσαν νέους τρόπους να εξελιχθούν. Στην συνέχεια το marketing και η ανάπτυξη πωλήσεων αποτέλεσαν τομείς με μεγάλη ζήτηση, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για εξωστρέφεια και άνοιγμα στις αγορές του εξωτερικού, ώστε να μετριαστούν οι απώλειες από την περιορισμένη τοπική αγορά. Ακόμη, έχουμε υλοποιήσει έργα που αφορούν στη λειτουργία, στη μείωση του κόστους και στην ενίσχυση της αποδοτικότητας καθώς και στην τεχνολογική αναβάθμιση» διευκρίνισε η κα Παπανδρέου.
Υπενθυμίζεται οτι στο πρόγραμμα μπορούν να ενταχθούν ιδιωτικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις με πάνω από δύο χρόνια λειτουργίας, με ετήσιο κύκλο εργασιών μέχρι 50 εκατ. ευρώ ή με ισολογισμό μέχρι 43 εκατ., με αριθμό εργαζομένων μέχρι 250 άτομα, και με την πλειονότητα των ιδιοκτητών να είναι Έλληνες. Από το πρόγραμμα εξαιρούνται οι επιχειρήσεις από τους κλάδους των παιγνίων, στρατιωτικών δραστηριοτήτων και όπλων, «βαρύ» αλκοόλ, καπνού, χρηματοοικονομικών και ασφαλιστικών υπηρεσιών. «Στόχος μας είναι να καλύπτουμε τις ανάγκες της αγοράς και να βρισκόμαστε δίπλα στις ΜμΕ και ως εκ τούτου όσο υπάρχουν ανάγκες, εμείς θα αναζητούμε πόρους για να τις καλύπτουμε» κατέληξε.