Στους μεγάλους κερδισμένους από τις συνεχείς αναβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης συγκαταλέγονται οι ελληνικές τράπεζες, οι οποίες βλέπουν τις συνθήκες χρηματοδότησής τους να βελτιώνονται θεαματικά. Η πρόσφατη αναβάθμιση από την S&P αποτελεί ένα ακόμα βήμα στην ανοδική τους πορεία, ενισχύοντας το «μαξιλάρι ρευστότητας» και διευρύνοντας τα περιθώρια χορηγήσεων προς επιχειρήσεις και ιδιώτες.
Συγκεκριμένα, η άρση περιορισμών για την κατοχή ελληνικών τραπεζικών ομολόγων από διεθνείς θεσμικούς επενδυτές, λόγω της αναβάθμισης σε επενδυτική βαθμίδα, καθιστά τα τραπεζικά assets πιο ελκυστικά, ενισχύοντας τη ρευστότητα των τραπεζών και μειώνοντας το κόστος χρηματοδότησης. Οι τράπεζες μπορούν πλέον να εκδίδουν ομόλογα με ευνοϊκότερους όρους, αντλώντας κεφάλαια από τις αγορές, γεγονός που μεταφράζεται σε χαμηλότερα επιτόκια και για τις χρηματοδοτήσεις προς την πραγματική οικονομία.
Το «κλειδί» στην εν λόγω εξέλιξη είναι η βελτίωση του αξιόχρεου της Ελλάδας, που συμπαρασύρει και τις ελληνικές τράπεζες. Η ένταξή τους σε διεθνείς δείκτες επενδυτικής βαθμίδας, όπως επισημαίνει και η Barclays, δημιουργεί ένα νέο τοπίο ευκαιριών, καθώς καθιστά τα τραπεζικά ομόλογα επιλέξιμα για επενδυτές με αυστηρότερα κριτήρια. Ειδικά τα senior preferred ομόλογα των ελληνικών τραπεζών εντάχθηκαν στους δείκτες αυτούς, έπειτα από τις πρόσφατες αναβαθμίσεις των National Bank και Eurobank σε BBB- από την S&P και σε Baa1 από τη Moody’s.
Ειδικότερα, η αναβάθμιση της Fitch στις ίδιες τράπεζες σε BBB- επισφράγισε τη θετική πορεία, δίνοντάς τους επενδυτική βαθμίδα και από τους τρεις μεγάλους οίκους. Την ίδια στιγμή, Alpha Bank και Τράπεζα Πειραιώς συνεχίζουν την ανοδική τους πορεία, έχοντας φτάσει στο Baa2, με τις προοπτικές της Alpha Bank να παραμένουν θετικές για νέες αναβαθμίσεις στο μέλλον.
Αυτή η θετική δυναμική έχει ήδη αρχίσει να αποδίδει καρπούς, καθώς από τον Απρίλιο του 2023, τα επιτόκια στις εκδόσεις των senior preferred ομολόγων μειώθηκαν κατά περίπου 440 μονάδες βάσης, με τη μέση απόδοση να διαμορφώνεται στο 4,3%. Παράλληλα, η δυνατότητα των τραπεζών να αντλούν ρευστότητα από την ΕΚΤ, χρησιμοποιώντας ελληνικά ομόλογα ως εγγύηση, προσφέρει πρόσθετη σταθερότητα στο σύστημα.
Επίσης, οι ελληνικές επιχειρήσεις βλέπουν το κόστος δανεισμού τους να συγκλίνει με αυτό των αντίστοιχων εταιρειών της Ευρωζώνης με επενδυτική βαθμίδα. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, το 2024 οι εκδόσεις ομολόγων από ελληνικές επιχειρήσεις ξεπέρασαν τα 2,1 δισ. ευρώ, τριπλάσιες σε σχέση με το 2023, γεγονός που αποτυπώνει το βελτιωμένο κλίμα και τη διευρυμένη πρόσβαση στις αγορές.
Είναι πασιφανές πως η ισχυροποίηση των τραπεζών σε συνδυασμό με την ενίσχυση της ελληνικής οικονομίας δημιουργεί ένα σταθερό θεμέλιο για τη μελλοντική ανάπτυξη, καθιστώντας το ελληνικό τραπεζικό σύστημα πιο ανθεκτικό σε ενδεχόμενες αναταράξεις και ικανό να στηρίξει αποτελεσματικά την πραγματική οικονομία.