«Η Εκκλησία δεν επιβάλλει την θέασή της, αλλά την προβάλλει προς ελεύθερη αποδοχή» τόνισε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος χθες κατά το επίσημο δείπνο που παρέθεσε στους Έλληνες ευρωβουλευτές και στα μέλη της Διακοινοβουλευτικής Συνέλευσης Ορθοδοξίας, με την ευκαιρία έναρξης της νέας Κοινοβουλευτικής Περιόδου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Μετά το καλωσόρισμα προς τους προσκεκλημένους του, ο Προκαθήμενος της Ελλαδικής Εκκλησίας έκανε αναφορά στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, με την επισήμανση ότι «υπήρξε μοναδικό ιστορικό επίτευγμα τεραστίων διαστάσεων». Μάλιστα, υπογράμμισε ότι «αποτελεί τη σημαντικότερη διαδικασία ειρηνικής και ελεύθερης ενώσεως κρατών και λαών, αντιμαχομένων μέχρι θανάτου κατά το πρόσφατο παρελθόν τους, ενώσεως έστω ατελούς και υβριδικής». Επιπροσθέτως, έκανε λόγο για τη συμβολή των Εκκλησιών στη διαδικασία αυτή και τη συνεργασία τους με τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα. «Η Εκκλησία δεν επιβάλλει τη θέασή της, αλλά την προβάλλει προς ελεύθερη αποδοχή, ενώ εκφράζει την οποιαδήποτε άποψή της, πάντοτε με αγαθή προαίρεση και επειδή θέλει ουσιαστικά να επιτύχει και όχι να αποτύχει το αναπτυσσόμενο και εξελισσόμενο ευρωπαϊκό οικοδόμημα και να καταστεί μόνιμο και σπουδαίο, βασισμένο σε υγιείς αρχές και αξίες, για να μπορέσει εν τέλει να διατηρηθεί», σημείωσε ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος.
Η ομιλία του Αρχιεπισκόπου (απόσπασμα)
Καλώς ήλθατε! Σας ευχαριστώ θερμότατα που ανταποκριθήκατε με ευγένεια στην πρόσκλησή μας. Η παρουσία σας μας τιμά και μας χαροποιεί.
Με αφορμή το κοινό αυτό δείπνο της πρώτης γνωριμίας μας, θα μου επιτρέψετε να μοιρασθώ μαζί σας ορισμένες σκέψεις μου αναφορικά με την συντελούμενη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση μέσω της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
Η ιδέα της «Ενώσεως» των ευρωπαϊκών λαών δεν είναι νέα. Υπήρξαν διάφορες προσπάθειες στο παρελθόν, ωστόσο μόνο στο τέλος του 19ου αι. η ιδέα των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης εκφράζεται σαν πολιτικό και υπερπολιτικό σύνθημα.
Εν τούτοις, εξ αιτίας των δύο καταστρεπτικών Παγκοσμίων Πολέμων του προηγουμένου αιώνα, το όραμα μιας ενωμένης Ευρώπης υπέστη καθοριστικό πλήγμα και δεν επανήλθε παρά αμέσως μετά το τέλος του φρικτού Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου -εν πολλοίς ως απόρροιά του- και πιο συγκεκριμένα επανήλθε με την Ιδρυτική Συνθήκη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, τη Συνθήκη της Ρώμης του 1957.
Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου (1991) σήμανε την επέκταση της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και προς την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη και ευτυχώς και προς τη μαρτυρική και διηρημένη -ακόμη- από την τουρκική στρατιωτική κατοχή μεγαλόνησό μας Κύπρο. Απομένουν πλέον προς ένταξη τα Δυτικά Βαλκάνια, τα οποία ελπίζουμε να ενταχθούν σύντομα, αφού προηγουμένως καλύψουν τις σχετικές προϋποθέσεις, ιδιαιτέρως σε ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, θρησκευτικής ελευθερίας, κράτους δικαίου, δημοκρατίας κ.λπ. Το ζήτημα της Τουρκίας είναι περίπλοκο, πολύπλοκο και η υποψηφιότητά της άκρως προβληματική, από πολλές απόψεις. Υποθέτω πως η ΕΕ θα δει το θέμα ψύχραιμα και εις βάθος.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης υπήρξε μοναδικό ιστορικό επίτευγμα τεραστίων διαστάσεων. Αποτελεί τη σημαντικότερη διαδικασία ειρηνικής και ελεύθερης ενώσεως κρατών και λαών, αντιμαχομένων μέχρι θανάτου κατά το πρόσφατο παρελθόν τους, ενώσεως έστω ατελούς και υβριδικής. Τα οφέλη υπήρξαν πολλαπλά, με σημαντικότερο την εμπέδωση της ειρήνης, της ανοχής και της συνεργασίας, την καταπολέμηση του εθνικισμού, καθώς και άλλων ακραίων ιδεολογιών και συστημάτων, τα οποία είχαν ταλαιπωρήσει τη Γηραιά Ήπειρο το προηγούμενο ήμισυ του αιώνα. Η εμπέδωση της ειρήνης μοιάζει σήμερα απόλυτα δεδομένη και φυσιολογική, εν τούτοις δεν ήταν καθόλου τέτοια στο παρελθόν. Ο πόλεμος στην Ουκρανία ήλθε, θεωρώ, να μας το υπενθυμίσει, ασχέτως των ευθυνών. Ταυτόχρονα, χάρις στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση εξασφαλίσθηκαν και άλλα σημαντικά ζητήματα, όπως τα ανθρώπινα και μειονοτικά δικαιώματα, η αύξηση του βιοτικού επιπέδου και η συνοχή, η προστασία του περιβάλλοντος, για να αναφέρω μόλις μερικά από τα πολλά και σπουδαία επιτεύγματα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Αναγνωρίζοντας, μάλιστα, την τεράστια σημασία της διαδικασίας ολοκλήρωσης και την αναγκαία συμβολή και συνεισφορά των Εκκλησιών, οι Εκκλησίες, Ρωμαιοκαθολική, Προτεσταντικές και Ορθόδοξη, δημιούργησαν θεσμούς και γραφεία αντιπροσώπευσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, συμβάλλοντας ποικιλοτρόπως στην οικοδόμηση και επίτευξη του ευρωπαϊκού οράματος.
Κατόπιν, χαιρετισμό απηύθυναν ο αντιπρόεδρος της Βουλής, Αθανάσιος Μπούρας, o οποίος μετέφερε τις ευχές του προέδρου της Βουλής, Νικήτα Κακλαμάνη, και αναφέρθηκε στην ανάγκη συνεργασίας πολιτικών και θρησκευτικών παραγόντων. Τόνισε, επιπλέον, ότι οι θρησκευτικές αξίες μπορούν να αποτελέσουν έναν χρήσιμο ηθικό χάρτη για την οικοδόμηση ανθεκτικών ευρωπαϊκών κοινωνιών. Εν συνεχεία, χαιρετισμό απηύθυνε και ο γενικός γραμματέας της Διακοινοβουλευτικής Συνέλευσης Ορθοδοξίας, Μάξιμος Χαρακόπουλος, ο οποίος, μεταξύ άλλων, μίλησε και για το έργο της ΔΣΟ και υπογράμμισε: «Η Ευρώπη στηρίζεται σε τρεις πυλώνες: Αθήνα, Ρώμη και Ιεροσόλυμα. Αρχαιοελληνική γραμματεία, ρωμαϊκό δίκαιο και χριστιανικές αξίες, χριστιανικές παραδόσεις, χριστιανική κληρονομιά. Το τελευταίο σίγουρα φαίνεται ότι αποσιωπάται, λησμονιέται, ξεχνιέται, απαξιώνεται και αυτό ενοχλεί ένα μεγάλο κομμάτι των Ευρωπαίων πολιτών. Εμείς, ως ΔΣΟ, αναλαμβάνουμε πρωτοβουλίες για να αναδείξουμε αυτό το έλλειμμα που καταγράφεται αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη».
Παρέστησαν, επίσης, ο επίσκοπος Τανάγρας Απόστολος, διευθυντής του Γραφείου της Αντιπροσωπείας της Εκκλησίας της Ελλάδος στις Βρυξέλλες, ο πρωτοπρεσβύτερος Εμμανουήλ Παπαμικρούλης, γραμματέας της Συνοδικής Επιτροπής επί των Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων και ο αρχιδιάκονος Δημήτριος Φωκιανός.