Σε ένα πολυσέλιδο κατηγορητήριο, που ξεπερνά τις εβδομήντα σελίδες, το οποίο έχει ασκηθεί σε βάρος του με απόφαση της Βουλής, ο πρώην αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης, Δημήτρης Παπαγγελόπουλος, φέρεται να τέλεσε σειρά αδικημάτων από κοινού με την τότε επικεφαλής της Εισαγγελίας κατά της Διαφθοράς Ελένη Τουλουπάκη σχετικά με τους χειρισμούς της στην έρευνα που διενεργούσε για το σκάνδαλο με τις αθέμιτες πρακτικές της Novartis.

Ο ίδιος ο πρώην υπουργός αρνείται τις κατηγορίες που του αποδίδονται, αποκαλώντας τες «έωλες νομικά», που «παραβιάζουν κάθε έννοια λογικής», ενώ αν θα παραπεμφθεί ή όχι στο εδώλιο του Ειδικού Δικαστηρίου σύμφωνα με τον νόμο περί ευθύνης υπουργών θα αποφανθεί με βούλευμά του το Δικαστικό Συμβούλιο κατόπιν και της σχετικής πρότασης του εισαγγελέα.

Σύμφωνα με το κατηγορητήριο που του έχει απαγγελθεί, αποσπάσματα του οποίου δημοσιεύει σήμερα το tomanifesto, ο πρώην αναπληρωτής υπουργός κατά το χρονικό διάστημα 10/4/2017 έως 8/7/2019, ως αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης της κυβέρνησης, φέρεται με πρόθεση να προκάλεσε την εισαγγελέα Εγκλημάτων κατά της Διαφθοράς αντεισαγγελέα Εφετών Ελένη Τουλουπάκη και τους δύο επίκουρους εισαγγελείς κατά της Διαφθοράς, να διαπράξουν από κοινού κατά συρροή το αδίκημα της κατάχρησης εξουσίας με την εν γνώσει τους έκθεση σε δίωξη ή τιμωρία κάποιου αθώου (αναφέρεται στα πολιτικά πρόσωπα) και παράλληλα την παράλειψη δίωξης κάποιου υπαίτιου για κακούργημα (δωροδοκίες γιατρών από τη Novartis και αυξημένες καταβολές σε εταιρείες μέσων ενημέρωσης που χρησιμοποιούνταν ως μέσο ξεπλύματος).

Ειδικότερα, σύμφωνα πάντα με την κατηγορία, ενώ οι εισαγγελείς κατά της διαφθοράς «διενεργούσαν προκαταρκτική εξέταση από 10/4/2017 προς διακρίβωση της τέλεσης των εγκλημάτων της κακουργηματικής απιστίας της δωροδοκίας υπαλλήλου, δωροληψίας υπαλλήλου (…) από πρόσωπα που εμπλέκονταν στη διαδικασία έγκρισης τιμολόγησης αποζημίωσης και συνταγογράφησης φαρμακευτικών σκευασμάτων και ιδίως των παραγομένων και τεθειμένων στην ελληνική αγορά από τη φαρμακευτική εταιρεία Νοβάρτις Ελλάς ΑΕΒΕ κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 2008 και εντεύθεν σχημάτισαν δικογραφία σε βάρος δέκα πολιτικών προσώπων». (Αντώνη Σαμαρά, Παναγιώτη Πικραμένο, Δημ. Αβραμόπουλο, Ανδρέα Λοβέρδο, Ανδρέα Λυκουρέντζο, Μάριο Σαλμά, Αδωνι Γεωργιάδη, Ιωάννη Στουρνάρα, Ευάγ. Βενιζέλο και Γεώργιο Κουτρουμάνη).

  • Ακολούθως φέρονται να «εξέθεσαν τα πρόσωπα αυτά από κοινού εν γνώσει τους σε δίωξη και τιμωρία, αφενός μεν αποστέλλοντας και μάλιστα όχι αμελητί με ψευδή και κατασκευασμένα στοιχεία που συνέλεξαν τη δικογραφία με έγγραφο της εισαγγελέως Εγκλημάτων κατά της Διαφθοράς Ελένης Τουλουπάκη στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου για διαβίβαση αυτής στη Βουλή των Ελλήνων, προς ενεργοποίηση του νόμου περί ευθύνης υπουργών, η οποία και έγινε, και αφετέρου συνεχίζοντας να ελέγχουν τα ως άνω πολιτικά πρόσωπα μετά την επιστροφή της δικογραφίας στην Εισαγγελία Διαφθοράς για τα αδικήματα της δωροδοκίας και δωροληψίας με το από 26/4/2018 πόρισμα της πλειοψηφίας της Βουλής εγκρίθηκε από την Ολομέλεια αυτής, αν και δεν είχαν αρμοδιότητα και για μεν τα επτά πολιτικά πρόσωπα τέθηκε η υπόθεση στο αρχείο, για δε τους υπόλοιπους, ήτοι τον Αδωνι Γεωργιάδη, τον Δημήτρη Αβραμόπουλο, τον Ανδρέα Λοβέρδο, συνεχίστηκε η ποινική διαδικασία.

Οι προστατευόμενοι μάρτυρες

Σύμφωνα πάντα με την κατηγορία, φέρονται ακόμα να «επέλεξαν από κοινού στοχευμένα τρεις μάρτυρες στους οποίους έδωσαν τις κωδικές ονομασίες ‘‘Μάξιμος Σαράφης’’, ‘‘Αικατερίνη Καλέση’’ και ‘‘Ιωάννης Αναστασίου’’, τους έθεσαν αρχικά σε προνομιακό καθεστώς προστατευόμενου μάρτυρα και ακολούθως τους χαρακτήρισαν μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος και τους διατήρησαν στη συνέχεια σε καθεστώς προστασίας, χωρίς να συντρέχουν εν γνώσει τους προς τούτο οι προϋποθέσεις του νόμου, με σκοπό να τους παρασχεθεί ασυλία που δεν δικαιούντο, προκειμένου με τις αναξιόπιστες ψευδείς και καθοδηγούμενες από αυτούς καταθέσεις τους να καταστούν αδίκως κατηγορούμενοι τα προαναφερόμενα πολιτικά πρόσωπα, για τα διερευνώμενα κατά αυτών αδικήματα».

Επέλεξαν από κοινού στοχευμένα τρεις μάρτυρες στους οποίους έδωσαν τις κωδικές ονομασίες «Μάξιμος Σαράφης», «Αικατερίνη Καλέση» και «Ιωάννης Αναστασίου»

Αναλυτικότερα, αφού εντόπισαν τους τρεις προαναφερόμενους μάρτυρες, φέρονται να τους «υπήγαγαν από κοινού και με δόλο αρχικά στο προνομιακό καθεστώς… ως ουσιώδεις μάρτυρες, με τις διατάξεις της Εισαγγελίας Εγκλημάτων Διαφθοράς αντίστοιχα χωρίς να συντρέχουν εν γνώσει τους οι νόμιμες προϋποθέσεις, καθόσον: α) δεν επρόκειτο για ουσιώδεις μάρτυρες, αφού δεν είχαν να εισφέρουν αποδεικτικά στοιχεία, από τα οποία να τεκμηριώνονται κατηγορίες κατά των πολιτικών προσώπων χωρίς τα οποία θα ήταν αδύνατη η αποκάλυψη των παράνομων ενεργειών, ούτε άλλωστε προκλήθηκε από αυτούς έρευνα εάν τα στοιχεία που είχαν να καταθέσουν οι μάρτυρες θα συνέβαλλαν ουσιωδώς στην αποκάλυψη των διερευνώμενων πράξεων, β) δεν υπήρχε πιθανολογούμενος κίνδυνος εκφοβισμού ή αντεκδίκησης στηριζόμενος σε ενδείξεις έναρξης μιας διαδικασίας εκφοβισμού με συγκεκριμένες πράξεις, ούτε άλλωστε ερευνήθηκε προηγουμένως από αυτούς η ύπαρξη πιθανολόγησης τέτοιου κινδύνου και κατ’ ακολουθία η αναγκαιότητα λήψης των συγκεκριμένων μέτρων προστασίας».

Ακολούθως, από κοινού και κατόπιν συνεννόησης, φέρονται «να προέβησαν στον χαρακτηρισμό των μαρτύρων αυτών δημοσίου συμφέροντος, αποσπώντας και την έγκριση του τότε εποπτεύοντος αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, προκειμένου να τους παράσχουν ποινική ασυλία που δεν δικαιούντο, αφού δεν συνέβαλαν ουσιωδώς με τις πληροφορίες που έδωσαν κατά την εξέτασή τους ενώπιόν σου και ενώπιον των άνω συναδέλφων σου στην αποκάλυψη των ερευνώμενων αδικημάτων κακουργηματικής απιστίας σε βάρος του Δημοσίου κατ’ εξακολούθηση, δωροδοκίας και δωροληψίας υπαλλήλου αφού δεν διαλαμβάνοντο σε αυτές γεγονότα αλλά κρίσεις και υποθέσεις, χωρίς να συνδέονται αναπόσπαστα με γεγονότα με τελική έκβαση της υπόθεσης, ως προς τα μεν επτά πολιτικά πρόσωπα να τεθεί στο αρχείο, ως προς τα δύο πρόσωπα, ήτοι τον Αδωνι Γεωργιάδη, τον Δημήτριο Αβραμόπουλο, να συνεχιστεί η προκαταρκτική εξέταση και ως προς τον έναν, τον Ανδρέα Λοβέρδο, να ασκηθεί ποινική δίωξη. β) Απέβλεπαν σε ίδιο όφελος διότι έχουν καταθέσει επανειλημμένα ως μάρτυρες στις αρμόδιες αρχές των ΗΠΑ (FBI) κατά τη διεξαγόμενη εκεί έρευνα για παράνομες πρακτικές της Novartis, το αντικείμενο της οποίας ήταν γνωστό σ’ αυτούς από σχετικές συναντήσεις με αμερικανικές αρχές, αιτήματα δικαστικής συνδρομής και πληροφοριακά έγγραφα του (FBI) και προσδοκούν οικονομικό αντάλλαγμα (…) με τις αόριστες δε καταθέσεις τους είχαν σκοπό να πλήξουν την ηθική και πολιτική υπόσταση των πολιτικών προσώπων, γ) ήταν εμπλεκόμενοι στα διερευνώμενα από αυτούς εγκλήματα και μάλιστα ο μάρτυρας με την κωδική ονομασία ‘‘Ιωάννης Αναστασίου’’ που όπως προέκυψε ήταν ο καθηγητής Νικόλας Μανιαδάκης, του οποίου ήρθη το καθεστώς προστασίας (…), εκκρεμούσε σε βάρος του ποινική δικογραφία που είχε σχηματισθεί κατόπιν ανώνυμης καταγγελίας στην Εισαγγελία Εγκλημάτων Διαφθοράς ότι ελάμβανε χρήματα από φαρμακευτικές εταιρείες μέσω εταιρειών συμφερόντων του, αλλά και τρίτων προσώπων όπως της συζύγου του».

Οι καταθέσεις των μαρτύρων δεν δίνονταν αυτούσια ενώπιόν τους, αλλά αποτελούν μακροσκοπικά προϊόν συρραφής προδιατυπωμένων κειμένων σε αρχείο υπολογιστή που δόθηκε σ’ αυτούς με email ή memory stick και το ενσωμάτωσαν παράνομα ως έτοιμο κείμενο κατάθεσης χωρίς να γίνει ζωντανή εξέταση

Δεν έπαιρναν άπαξ καταθέσεις

Ακόμα, κατηγορούνται ότι «κατά παράβαση των δικονομικών εγγυήσεων με τη μεθοδολογία λήψης διαδοχικών χειραγωγημένων και κατευθυνόμενων καταθέσεων, εξέταζαν αυτούς σε διάρκεια μηνών, επιχειρώντας με κάθε επόμενη κατάθεση να συμπληρώνουν την προηγούμενη αντί να λαμβάνονται οι καταθέσεις άπαξ έστω και για πολλές ώρες και να ολοκληρώνονται σε μια φορά, χωρίς να προκύπτει λόγος που να δικαιολογεί τη διακοπή της κατάθεσης και τη μη ολοκλήρωσή της, επιτρέποντας σε αυτούς αλλά και επιβάλλοντας, με εκμετάλλευση της δυσχερούς θέσης τους, ότι ως εμπλεκόμενοι μπορούν να καταστούν ανά πάσα στιγμή κατηγορούμενοι, να καταθέσουν εν γνώσει τους επιθυμητά για αυτούς ψευδή περιστατικά και συνίστατο κυρίως σε έκφραση απλής γνώμης, χωρίς αυτή να στηρίζεται σε κανένα απολύτως αποδεικτικό στοιχείο, αλλά σε κρίσεις, εικασίες και υποθέσεις. Παράλληλα, απείχαν από διενέργεια οποιασδήποτε πράξης έρευνας που θα μπορούσε να παράσχει αντικειμενικά στοιχεία καθόσον αυτά θα αντιστρατεύονταν τις ψευδείς καταθέσεις, αφού δεν ερευνώνται για κρίσιμα στοιχεία και δεν καλούνται να τα τεκμηριώσουν κατονομάζοντας τις πηγές των πληροφοριών που ανέφεραν και να τα δικαιολογήσουν, ούτε να διευκρινίσουν αντιφατικά στοιχεία, αλλά και χωρίς να ερευνήσουν απολύτως τίποτε άλλο επί μήνες, όπως τις επιλήψιμες δραστηριότητες της εταιρείας Novartis σχετικά με δωροδοκίες γιατρών, αυξημένες καταβολές σε εταιρείες μέσων ενημέρωσης που χρησιμοποιούνταν ως μέσο ξεπλύματος χρήματος με σκοπό δωροδοκία και επηρεασμό γιατρών ως προς τις συνταγογραφήσεις φαρμάκων της Novartis που περιγράφονται στο έγγραφο του υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ προς την Εισαγγελία Εγκλημάτων Διαφθοράς με συνέπεια μάλιστα την παραγραφή ορισμένων υποθέσεων».

Επίσης κατά την κατηγορία «δεν ερεύνησαν το περιεχόμενο των λογαριασμών της Novartis και δεν εξέτασαν τους υποδειχθέντες από τη Νovartis υπαλλήλους… εστιάζοντας το ερευνητικό ενδιαφέρον τους στην αναζήτηση επιβαρυντικών στοιχείων σε βάρος πολιτικών προσώπων. Δεν διαβίβασαν αμελητί τα στοιχεία για τα πολιτικά πρόσωπα στη Βουλή όπως ορίζει ο νόμος, αλλά συνέχισαν ανακριτικές πράξεις στοχευμένα σε βάρος πολιτικών προσώπων για χρονικό διάστημα τριών μηνών…

Δεν κατέγραφαν ό,τι ακριβώς κατέθεταν οι μάρτυρες, αλλά με ό,τι συμφωνούσαν (…), οι καταθέσεις των μαρτύρων δεν δίνονταν αυτούσια ενώπιόν τους, αλλά αποτελούν μακροσκοπικά προϊόν συρραφής προδιατυπωμένων κειμένων σε αρχείο υπολογιστή που δόθηκε σ’ αυτούς με email ή memory stick και το ενσωμάτωσαν παράνομα ως έτοιμο κείμενο κατάθεσης χωρίς να γίνει ζωντανή εξέταση. Ητοι έχει χρησιμοποιηθεί άλλη γραμματοσειρά και μορφοποίηση για τα εισαγωγικά στοιχεία  κ.λπ.

Δεν εστάλησαν όλα στη Βουλή

Ακόμα κατηγορούνται ότι

  • Στη δικογραφία που διαβίβασαν στη Βουλή αναφορικά με τον πρώην υπουργό Υγείας Δημήτρη Αβραμόπουλο απεκρύβη η από 31/7/2014 διάταξη των επίκουρων εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς Αντωνίου Ελευθεριάνου και Ιωάννη Σέβη, με την οποία τέθηκε στο αρχείο μήνυση σχετική με την προμήθεια του εμβολίου κατά του H1N1. Σχετικά με την υπόθεση της διενέργειας μοριακού ελέγχου δεν περιελήφθη το πόρισμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το οποίο με την υπ’ αριθμ. 128/2008 πράξη του ενέκρινε ως νόμιμες τις συναφθείσες συμβάσεις και επέτρεψε την υπογραφή τους.
  • Δεν απέστειλαν κατά τη διαβίβαση της δικογραφίας στη Βουλή το σύνολο της αλληλογραφίας της Εισαγγελίας Διαφθοράς με τις αμερικανικές Αρχές (FBI) αν και δεν υπήρχε διαβάθμιση απορρήτου σε αυτά και μάλιστα έγγραφα που περιλαμβάνουν στοιχεία υπέρ των πολιτικών προσώπων, όπως πληροφοριακά δελτία από τα οποία προκύπτει ότι το FBI δεν έχει κανένα στοιχείο σε βάρος πολιτικών προσώπων, ούτε στοιχεία για άσκηση επιρροής κατά την τιμολόγηση των φαρμάκων.

Κατέθεταν υπό πίεση  

Σύμφωνα με το πολυσέλιδο κατηγορητήριο, στον πρώην αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης αποδίδεται ότι επίσης με «πρόθεση προκάλεσε την εισαγγελέα κατά της Διαφθοράς Ελένη Τουλουπάκη και τους δύο επίκουρους εισαγγελείς κατά της Διαφθοράς να διαπράξουν από κοινού και κατά συρροή την άδικη πράξη της κατάχρησης εξουσίας διά της μεταχειρίσεως παρανόμως εκβιαστικών μέσων για να πετύχουν οποιαδήποτε έγγραφη ή προφορική κατάθεση μάρτυρα ή κατηγορούμενου. Ειδικότερα, στις 29/5/2018 στο γραφείο της Εισαγγελίας άσκησαν στον κατηγορούμενο για δωροδοκία κατ’ εξακολούθηση για την υπόθεση Novartis, Κων/νο Φρουζή, επανειλημμένα πιέσεις, παρουσία των δύο συνηγόρων του, για να αποκαλύψει ονόματα μεταξύ των δέκα πολιτικών προσώπων που φέρονταν ως εμπλεκόμενοι στην υπόθεση προκειμένου να υπαχθεί στις ευεργετικές διατάξεις του νόμου, λέγοντάς του μάλιστα ότι έχουν συντριπτικά στοιχεία σε βάρος του, επιδιώκοντας με αυτόν τον τρόπο να καταθέσει επιβαρυντικά στοιχεία για τα ανωτέρω πολιτικά πρόσωπα, που θα του υποδείκνυαν αυτοί οι ίδιοι».

  • Στις 4/4/2019 άσκησαν έντονες και ιδιαίτερες πιέσεις προς τον ύποπτο Νικόλαο Μανία με απανωτές και επανειλημμένες ερωτήσεις ώστε να αναγκαστεί να καταθέσει αξιόποινες πράξεις σε βάρος πολιτικών προσώπων που δεν γνώριζε αφενός και αφετέρου του ζήτησαν να υπογράψει παρά τη θέλησή του την από 4/4/2019 αναγγελία αξιοποίνων πράξεων την οποία έκανε δήθεν αυτός σε βάρος του Ανδρέα Λοβέρδου, ενώ το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού δεν αποτελεί δική του αξιολόγηση γεγονότων, αλλά προϊόν καταγραφής δικής τους προς το οποίο ήταν απόλυτα αντίθετος.
Δεν διαβίβασαν αμελητί τα στοιχεία για τα πολιτικά πρόσωπα στη Βουλή όπως ορίζει ο νόμος, αλλά συνέχισαν ανακριτικές πράξεις στοχευμένα σε βάρος πολιτικών προσώπων για χρονικό διάστημα τριών μηνών…

Τον Οκτώβριο 2018 έως 20/5/2019 προκειμένου να πετύχουν ένορκη κατάθεση από τον Εμμανουήλ Βουλκίδη για αξιόποινες πράξεις πολιτικών προσώπων, άσκησαν έντονες πιέσεις σε αυτόν, υπό την απειλή άσκησης διώξεως κατ’ αυτού, να υπαχθεί σε καθεστώς προστατευόμενου μάρτυρα, όταν δε αυτός αρνήθηκε τον κατέστησαν ύποπτο και κατηγορούμενο.

 

Μερικώς ενημερωμένος…

Διαβάζουμε στο ρεπορτάζ της ιστοσελίδας της «Εφημερίδας των Συντακτών», efsyn.gr, με ημερομηνία 05/02/2018 και ώρα ανάρτησης 22:03, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«Κοντονής και Παπαγγελόπουλος είχαν συνάντηση το βράδυ της Δευτέρας με τον πρωθυπουργό, Αλέξη Τσίπρα, τον οποίο ενημέρωσαν για τις τελευταίες εξελίξεις. Ο Δημήτρης Παπαγγελόπουλος δήλωσε ότι έλαβε ‘‘μερική ενημέρωση’’ της δικογραφίας και –επικαλούμενος την πείρα του– υποστήριξε ότι πρόκειται για ‘‘το μεγαλύτερο σκάνδαλο από συστάσεως του ελληνικού κράτους’’».

Ο κατηγορούμενος σήμερα, τότε υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ, «μερικώς ενημερωμένος» κατά δήλωσή του, επικαλούμενος την «πείρα» του είχε αποφανθεί για τη Novartis ότι αποτελεί «το μεγαλύτερο σκάνδαλο από συστάσεως του ελληνικού κράτους». Προφανώς ο κ. Παπαγγελόπουλος στις δηλώσεις του εμφανίστηκε «μερικώς» με την ιδιότητα του υπουργού, και λόγω της εμπειρίας του «μερικώς» και με την ιδιότητα του εισαγγελέα.

Ως υπουργός καλώς δεν γνώριζε τις λεπτομέρειες, αφού δεν είναι η δουλειά του. Πώς γνώριζε όμως ότι είναι σκάνδαλο, και μάλιστα το μεγαλύτερο από συστάσεως του ελληνικού κράτους; Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ο κ. Παπαγγελόπουλος όχι μόνο ήταν «μερικώς» ενημερωμένος, αλλά ενήργησε «από κοινού» με σκοπό να κατηγορηθούν με κατασκευασμένα στοιχεία δύο πρώην πρωθυπουργού και οκτώ πρώην υπουργοί.

Τα ερωτήματα που προκύπτουν, πάντα σύμφωνα με το κατηγορητήριο, είναι πολλά. Το κύριο ερώτημα είναι: Ο κ. Παπαγγελόπουλος ενεργούσε αυτοβούλως έχοντας την «άδεια» του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, ή ενεργούσε άνευ «αδείας»; Επίσης, ο κ. Παπαγγελόπουλος γνώριζε, είτε «μερικώς» είτε εξ ολοκλήρου, ότι οι μάρτυρες «εντοπίστηκαν» (σύμφωνα με το κατηγορητήριο) προκειμένου να καταθέσουν «με ό,τι συμφωνούσαν»; Ο κ. Παπαγγελόπουλος γνώριζε, «μερικώς» ή εξ ολοκλήρου, ότι οι καταθέσεις των μαρτύρων «δεν δίνονταν αυτούσια ενώπιόν τους, αλλά αποτελούν μακροσκοπικά προϊόν συρραφής»;

Από αυτές τις 75 σελίδες προκύπτει πλήθος ερωτημάτων τα οποία μέλλει να απαντηθούν. Οσα τέλος πάντων από αυτά απαντηθούν. Το μεγάλο ερώτημα ωστόσο είναι εκτός από πρωθυπουργός τι άλλο έκανε εκείνη την περίοδο ο κ. Τσίπρας; Δηλαδή, μπήκε στον πειρασμό να αναρωτηθεί πώς είναι δυνατόν δέκα πολιτικά πρόσωπα να είναι ταυτόχρονα εμπλεκόμενοι σε μια υπόθεση;

«Μ»  

 

papaggelopoulos

από την έντυπη έκδοση