Στις 29 Αυγούστου 2025, η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών προχώρησε σε μια σημαντική αλλαγή στην πολιτική εισαγωγών της, καταργώντας το καθεστώς de minimis. Πρόκειται για μια εξέλιξη που έχει ήδη προκαλέσει έντονη ανησυχία σε εκατοντάδες επιχειρήσεις, από μικρές οικογενειακές εταιρείες έως μεγάλες διεθνείς μάρκες, οι οποίες βασίζονταν σε αυτό το καθεστώς για να μειώνουν το κόστος των εισαγόμενων αγαθών.

Η αλλαγή αυτή φέρνει στο προσκήνιο όχι μόνο τις οικονομικές επιπτώσεις, αλλά και τις προκλήσεις στη διαχείριση της εφοδιαστικής αλυσίδας, τις νομικές υποχρεώσεις και την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων στην παγκόσμια αγορά.

Τι είναι το καθεστώς de minimis;

Ο όρος «de minimis» προέρχεται από τη λατινική φράση de minimis non curat lex, που σημαίνει «ο νόμος δεν ασχολείται με τα ασήμαντα». Στο πλαίσιο του διεθνούς εμπορίου, το καθεστώς de minimis αναφέρεται σε ένα χρηματικό όριο κάτω από το οποίο οι εισαγωγές αγαθών δεν υπόκεινται σε δασμούς ή άλλους φόρους.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, μέχρι πρόσφατα, αυτό το όριο ήταν τα 800 δολάρια. Έτσι, οι επιχειρήσεις μπορούσαν να εισάγουν προϊόντα αξίας έως 800 δολάρια χωρίς να πληρώνουν επιπλέον δασμούς, μειώνοντας το κόστος και απλοποιώντας τις διαδικασίες εισαγωγής.

Η λογική πίσω από το καθεστώς de minimis ήταν απλή: οι μικρές εισαγωγές δεν επηρεάζουν σημαντικά την εγχώρια αγορά ούτε τον ανταγωνισμό, επομένως η απαλλαγή από δασμούς θεωρείται δίκαιη και λειτουργική. Παράλληλα, βοηθούσε τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις να εισάγουν προϊόντα χωρίς γραφειοκρατικά βάρη, ενισχύοντας την επιχειρηματικότητα και την ποικιλία αγαθών που διατίθενται στους καταναλωτές.

Τι αλλάζει με την κατάργηση του καθεστώτος

Η κατάργηση του καθεστώτος σημαίνει ότι πλέον όλες οι εισαγωγές, ανεξαρτήτως αξίας, υπόκεινται σε δασμούς και φόρους. Αυτό έχει πολλαπλές συνέπειες για τις επιχειρήσεις: αυξημένο κόστος, μεγαλύτερη διοικητική επιβάρυνση και αναστάτωση στις εφοδιαστικές αλυσίδες.

Για παράδειγμα, εταιρείες που εισάγουν μικρές ποσότητες αγαθών για δοκιμαστικά προγράμματα ή για πειραματικές γραμμές προϊόντων θα πρέπει πλέον να πληρώνουν δασμούς ακόμα και για μικρές παραγγελίες αξίας λίγων δεκάδων δολαρίων.

Η αλλαγή αυτή δεν επηρεάζει μόνο μικρές επιχειρήσεις, αλλά και μεγάλες μάρκες που βασίζονται σε συχνές, μικρές εισαγωγές για να διατηρήσουν την εφοδιαστική τους ευελιξία. Σύμφωνα με αναλυτές, ο αντίκτυπος στις μεγάλες εταιρείες μπορεί να φτάσει σε εκατομμύρια δολάρια σε χαμένα κέρδη το χρόνο, ενώ για τις μικρές επιχειρήσεις μπορεί να σημαίνει ακόμη και αδυναμία συνέχισης των εισαγωγών ορισμένων προϊόντων.

Οι επιπτώσεις στις επιχειρήσεις

1. Αύξηση κόστους

Το πιο εμφανές αποτέλεσμα της κατάργησης του de minimis είναι η άμεση αύξηση του κόστους για τις επιχειρήσεις. Οι δασμοί και οι φόροι που εφαρμόζονται πλέον σε όλες τις εισαγωγές αυξάνουν το τελικό κόστος των προϊόντων. Αυτό μπορεί να μεταφραστεί σε αύξηση τιμών για τον καταναλωτή, μειώνοντας τη ζήτηση και πιέζοντας τα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων.

2. Διοικητική επιβάρυνση

Η ανάγκη για συμμόρφωση με τους νέους κανονισμούς επιφέρει και αυξημένη γραφειοκρατία. Κάθε εισαγωγή πρέπει να καταγραφεί, να υπολογιστούν οι δασμοί και να καταβληθούν οι αντίστοιχοι φόροι. Για μικρές επιχειρήσεις με περιορισμένο προσωπικό, αυτό σημαίνει επένδυση σε διοικητικούς πόρους ή εξωτερικούς συνεργάτες, αυξάνοντας το λειτουργικό κόστος.

3. Αναστάτωση στην εφοδιαστική αλυσίδα

Οι επιχειρήσεις που βασίζονταν σε γρήγορες εισαγωγές μικρής αξίας αντιμετωπίζουν πλέον καθυστερήσεις και αυξημένα κόστη στη διαχείριση των αποθεμάτων. Αυτό μπορεί να επηρεάσει την ικανότητα των εταιρειών να καλύψουν τη ζήτηση, να κρατήσουν χαμηλά αποθέματα και να διατηρήσουν ανταγωνιστικές τιμές.

4. Χαμένα κέρδη για μεγάλες μάρκες

Εταιρείες όπως η Kuru Footwear, που εισάγουν την πλειονότητα των προϊόντων τους από χώρες όπως η Κίνα και το Βιετνάμ, βλέπουν πλέον τα κέρδη τους να μειώνονται σημαντικά. Ο Διευθύνων Σύμβουλος της Kuru, Bret Rasmussen, δήλωσε ότι η εταιρεία θα χάσει «εκατομμύρια δολάρια σε κέρδη» μόνο από την εφαρμογή της νέας πολιτικής.

Η αντίδραση των επιχειρήσεων

Οι επιχειρήσεις αντιδρούν με συνδυασμό ανησυχίας και προσαρμογής. Πολλές μικρές επιχειρήσεις εξετάζουν εναλλακτικές λύσεις, όπως αλλαγή προμηθευτών ή αύξηση των τιμών. Οι μεγάλες μάρκες προσπαθούν να προσαρμόσουν τις αλυσίδες εφοδιασμού τους, αναζητώντας τρόπους για να περιορίσουν την επιβάρυνση, όπως συγκεντρωμένες εισαγωγές μεγαλύτερης αξίας που υπερβαίνουν το προηγούμενο όριο de minimis.

Παράλληλα, επιχειρηματικοί σύλλογοι και εμπορικά επιμελητήρια πιέζουν την κυβέρνηση να επανεξετάσει την κατάργηση ή να εφαρμόσει σταδιακά μέτρα που να μειώνουν τον αντίκτυπο για τις μικρές επιχειρήσεις.

Ο αντίκτυπος στην οικονομία

Η κατάργηση του de minimis δεν είναι ένα ζήτημα που αφορά μόνο τις επιχειρήσεις· έχει ευρύτερες οικονομικές συνέπειες. Οι αυξημένοι δασμοί μπορεί να οδηγήσουν σε αύξηση των τιμών για τον καταναλωτή, μειώνοντας τη ζήτηση για εισαγόμενα αγαθά. Επιπλέον, η δυσκολία στις εισαγωγές μικρής αξίας μπορεί να επηρεάσει την ποικιλία προϊόντων που διατίθενται στην αγορά, περιορίζοντας την επιλογή του καταναλωτή και ενδεχομένως αυξάνοντας τον πληθωρισμό σε ορισμένους τομείς.

Ακόμη, η αλλαγή αυτή μπορεί να ενθαρρύνει την εγχώρια παραγωγή, όπως υποστηρίζει η κυβέρνηση, αλλά ταυτόχρονα θέτει σε δοκιμασία τις επιχειρήσεις που βασίζονται σε διεθνή δίκτυα εφοδιασμού, καθιστώντας τις πιο ευάλωτες σε γεωπολιτικούς και οικονομικούς κραδασμούς.

Εν κατακλείδι, η κατάργηση του καθεστώτος de minimis αποτελεί μια σημαντική καμπή στην πολιτική εισαγωγών των ΗΠΑ. Οι συνέπειες είναι άμεσες για τις επιχειρήσεις, με αυξημένα κόστη, περισσότερη γραφειοκρατία και πιθανούς χαμένους τζίρους, ενώ οι επιπτώσεις στην οικονομία και τον καταναλωτή αναμένεται να γίνουν πιο αισθητές το επόμενο διάστημα.

Παρά τη δυσκολία, η νέα πολιτική αναδεικνύει τη σημασία της στρατηγικής διαχείρισης της εφοδιαστικής αλυσίδας, της προσαρμογής στις αλλαγές της αγοράς και της επιχειρηματικής ευελιξίας. Οι επιχειρήσεις καλούνται να βρουν νέους τρόπους για να διατηρήσουν την ανταγωνιστικότητά τους, ενώ οι καταναλωτές πιθανώς θα πρέπει να προσαρμοστούν σε αυξημένες τιμές και περιορισμένη ποικιλία προϊόντων.

Άλλωστε, στον κόσμο των διεθνών κανόνων, το τεχνικό δεν είναι ποτέ αθώο· κάθε αλλαγή μπορεί να ανατρέψει οικονομίες.