Σαν σήμερα το 1954, ο μεγάλος Γάλλος ζωγράφος, γλύπτης και γραφίστας Ανρί Ματίς απεβίωσε στη Γαλλία, σε ηλικία 84 ετών. Η απώλειά του σηματοδότησε το τέλος μιας εποχής στην ιστορία της σύγχρονης τέχνης -μιας εποχής που ο ίδιος βοήθησε να διαμορφωθεί.
Το τεράστιο έργο του περιλαμβάνει ζωγραφική, σχέδιο, γλυπτική, χαρακτική (όπως χαλκογραφίες, λινοτυπίες, λιθογραφίες και ακιουαντίνο), κολλάζ με κομμένα χαρτιά και εικονογράφηση βιβλίων. Τα θέματά του ήταν ποικίλα: τοπία, νεκρές φύσεις, πορτρέτα, εσωτερικά σπιτιών ή στούντιο, με ιδιαίτερη έμφαση στη γυναικεία μορφή.
Αρχικά εκπαιδευμένος ως δικηγόρος, ο Ματίς ανέπτυξε ενδιαφέρον για την τέχνη μόλις στα είκοσι ένα του χρόνια. Το 1891 μετακόμισε στο Παρίσι για να σπουδάσει πρώτα στην Ακαδημία Ζυλιάν και έπειτα στη Σχολή Καλών Τεχνών. Τα πρώτα του έργα ήταν αρκετά συμβατικά αλλά σύντομα ο Ματίς άρχισε να πειραματίζεται με νέα στυλ μέχρι να δημιουργήσει τη δική του εικαστική γλώσσα.
Τα χρώματα που χρησιμοποιούσε και η τεχνική του στις πρώτες του δουλειές έδειχναν την επιρροή των παλαιότερων συμπατριωτών του αλλά μόλις ο Ματίς ανακάλυψε το έντονο φως της Νότιας Γαλλίας τον οδήγησε σε μια πολύ φωτεινότερη παλέτα.
Στις αρχές του 20ού αιώνα ο Ματίς συγκλόνισε τον παρισινό κόσμο της τέχνης με τον πίνακά του «Γυναίκα με καπέλο» (1905). Η χρήση ριζοσπαστικά εκφραστικών χρωμάτων στο θέμα του -γαλαζοπράσινο στο πρόσωπό της, πορτοκαλί στο λαιμό της, ροζ και μπλε στα χέρια της- δεν είχε καμία λογική, αφήνοντας τους θεατές και τους κριτικούς να απορούν.
Αλλά αυτές οι αποφάσεις είχαν νόημα για τον Ματίς, ο οποίος χρησιμοποίησε τόσο παράξενα, ζωντανά χρώματα για να αποδώσει όχι αυτό που έβλεπε στην πραγματικότητα, αλλά αυτό που ένιωθε. Αυτή η προσέγγιση θα οδηγούσε στην ανάπτυξη του Φωβισμού, ενός από τα πρώτα κινήματα της σύγχρονης τέχνης, και θα εδραίωνε τη θέση του Ματίς ως ενός από τους μεγαλύτερους ζωγράφους στην ιστορία της σύγχρονης τέχνης.
Αργότερα, η καριέρα του χωρίζεται σε διάφορες περιόδους με διαφορετικά στυλ, αλλά ο στόχος του παρέμεινε ίδιος: να ανακαλύψει «τον ουσιώδη χαρακτήρα των πραγμάτων» και να δημιουργήσει τέχνη «ισορροπίας, καθαρότητας και γαλήνης».
Ο Ματίς πειραματίστηκε και με το σχέδιο καθ’ όλη τη ζωή του. Στα μέσα της δεκαετίας του 1930 έκανε σειρές σχεδίων με καλλιτέχνη και μοντέλο, ενώ στις αρχές της δεκαετίας του 1940 δημιούργησε τη σειρά Θέματα και Παραλλαγές, όπου σχεδίαζε απλοποιημένες μορφές με λιτές γραμμές. Στα τελευταία του χρόνια, τα σχέδιά του έγιναν ακόμα πιο τολμηρά και απλουστευμένα, όπως τα Μπλε Γυμνά και οι Ακροβάτες (1951–52).
Η γλυπτική υπήρξε επίσης σημαντικό μέσο για τον Ματίς, το οποίο χρησιμοποιούσε παράλληλα με τη ζωγραφική για να λύσει προβλήματα μορφής. Ανάμεσα στα γνωστότερα γλυπτά του είναι οι σειρές Η Πλάτη (1903–31), Η Ζανέτ (1910–16) και Η Μεγάλη Καθιστή Γυμνή (1925–29).
Ο Ματίς ασχολήθηκε και με τη χαρακτική και την εικονογράφηση βιβλίων, ξεκινώντας με τα Ποιήματα του Στεφάν Μαλαρμέ (1932) και φτάνοντας στο βιβλίο του Jazz (1947), το οποίο περιείχε κολλάζ από χρωματιστά κομμένα χαρτιά.
 Το αποκορύφωμα της καριέρας του ήταν η Καπέλα του Ροζαρίου στη Βανς (1948–51), για την οποία δημιούργησε τα πάντα — από τα βιτρό και τις τοιχογραφίες μέχρι τα άμφια. Το έργο αυτό θεωρείται το πνευματικό αποκορύφωμα του Ματίς και μαρτυρά τη δημιουργική του ιδιοφυΐα.