Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε τροχιά δραστικής μείωσης του χρέους και σταθερής ανάπτυξης, σύμφωνα με την ανάλυση της Wood & Co. Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ αναμένεται να υποχωρήσει από το 154,1% το 2024 σε περίπου 101,3% το 2030, ενισχύοντας την οικονομική σταθερότητα της χώρας. Η δημοσιονομική πειθαρχία, τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και η συνετή διαχείριση του δανεισμού δημιουργούν ένα ισχυρό περιβάλλον που προσελκύει ξένους επενδυτές και ενισχύει την εμπιστοσύνη στις αγορές. Παρά τις προκλήσεις στην αγορά εργασίας και την κατανάλωση, η Ελλάδα συνεχίζει να υπεραποδίδει, συνδυάζοντας οικονομική ανάπτυξη, φορολογικές ελαφρύνσεις και κοινωνικά στοχευμένες πολιτικές.
Η Ελλάδα είναι σε τροχιά θεαματικής μείωσης χρέους -100% του ΑΕΠ- ως το 2030, σύμφωνα με την ανάλυση της Wood & Co. Η δημοσιονομική πειθαρχία, που επέδειξε το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, έχει απτά αποτελέσματα, ενώ την ίδια στιγμή οι φοροελαφρύνσεις που εξαγγέλθηκαν, δεν απειλούν τη δημοσιονομική ισορροπία. Γιατί η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να υπεραποδίδει.
Σύμφωνα με την ανάλυση της Wood, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ αναμένεται να υποχωρήσει από το 154,1% το 2024 σε περίπου 101,3% το 2030. Το ποσοστό αυτό απέχει σημαντικά από τις πιο «συντηρητικές» εκτιμήσεις του οικονομικού επιτελείου, το οποίο τοποθετεί το ίδιο μέγεθος γύρω στο 120%.
Ο διεθνής οίκος υπογραμμίζει ότι η αποτελεσματική διαχείριση του χρέους, οι συνεχόμενες επιδόσεις στα πρωτογενή πλεονάσματα και η ισχυρή ρευστότητα έχουν δημιουργήσει ένα περιβάλλον που θωρακίζει τη χώρα έναντι κινδύνων, ενώ ενισχύει και την προοπτική περαιτέρω αναβαθμίσεων της πιστοληπτικής αξιολόγησης, σύμφωνα με το liberal.gr. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά: «Η Ελλάδα συνεχίζει να αποδεικνύει ότι η δημοσιονομική πειθαρχία αποδίδει καρπούς».
Η στρατηγική της δημοσιονομικής πειθαρχίας
Η επιλογή της κυβέρνησης να επιμείνει στη δημοσιονομική σταθερότητα φαίνεται να αποδίδει, καθώς η Wood εκτιμά ότι η χώρα μας υπεραποδίδει συστηματικά σε σχέση με τους στόχους, επιτυγχάνοντας πρωτογενή πλεονάσματα που ξεπερνούν το 6% του ΑΕΠ. Το χρέος, που είχε φτάσει στο εκρηκτικό 212,8% το 2021, έχει ήδη μειωθεί στο 152,5% το πρώτο τρίμηνο του 2025, με κυβερνητική πρόβλεψη για 149,1% στο τέλος της χρονιάς.
Η Wood εμφανίζεται ακόμη πιο αισιόδοξη, εφόσον βλέπει 144,2% για το 2025, 134,5% για το 2026 και αποκλιμάκωση έως το 101,3% το 2030. Κεντρικό ρόλο σε αυτήν την πορεία διαδραματίζουν τόσο τα υψηλά πλεονάσματα όσο και η συνετή διαχείριση του δανεισμού. Τα κρατικά αποθεματικά φτάνουν τα 42,6 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 17,5% του ΑΕΠ και υπερκαλύπτει κατά τρεις φορές τις φετινές χρηματοδοτικές ανάγκες.
Παράλληλα, στρατηγικός στόχος παραμένει η πρόωρη εξόφληση των δανείων του Greek Loan Facility έως το 2031, μια δεκαετία νωρίτερα από τον αρχικό προγραμματισμό. Η κίνηση αυτή θα μειώσει το βάρος των αποπληρωμών σε περιβάλλον αυξημένων επιτοκίων.
Ευνοϊκή διάρθρωση και επενδυτική εμπιστοσύνη
Ένα ακόμη στοιχείο που τονίζει η Wood είναι η διάρθρωση του ελληνικού χρέους. Η πλειονότητα αφορά διακρατικά δάνεια προς ευρωπαϊκούς θεσμούς, τα οποία συνοδεύονται από ευνοϊκούς όρους, και όχι ακριβό δανεισμό από τις αγορές. Από το σύνολο, το 31,25% προέρχεται από τον EFSF, το 14,8% από τον ESM και το 7,8% από το GLF.
Παράλληλα, η συμμετοχή ξένων επενδυτών στα ελληνικά ομόλογα έχει αυξηθεί εντυπωσιακά, από το 11% το 2023 στο 20% το πρώτο τρίμηνο του 2025. Η εξέλιξη αυτή καταδεικνύει ότι η χώρα επανακτά σταδιακά την εμπιστοσύνη των αγορών.
Ανθεκτική ανάπτυξη παρά τις προκλήσεις
Παρά το γεγονός ότι η οικονομική δραστηριότητα παρουσίασε επιβράδυνση στο πρώτο μισό του 2025, η Wood εκτιμά ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να αναπτύσσεται με ρυθμούς υψηλότερους του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Προβλέπει αύξηση του ΑΕΠ κατά 2% το 2025 και 2,5% το 2026.
Η δυναμική αυτή στηρίζεται στην επιτάχυνση της απορρόφησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και στις βελτιώσεις της παραγωγικής ικανότητας. Ήδη έχουν εκταμιευθεί 21,3 δισ. ευρώ, που αντιστοιχούν στο 59,3% του συνόλου, με την πρόβλεψη να φτάσουν στο 70% μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2025. Η ΕΕ ενέκρινε το καλοκαίρι αναθεωρημένο σχέδιο, ώστε η πλήρης αξιοποίηση των κονδυλίων να ολοκληρωθεί ως το 2026.
Η κατανάλωση δείχνει σημάδια κόπωσης, με τις λιανικές πωλήσεις να παραμένουν στάσιμες, ωστόσο οι επενδύσεις διατηρούνται σε υψηλά επίπεδα. Η Wood υπογραμμίζει πως «οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και η ανάπτυξη είναι πλέον πιο κρίσιμες από ποτέ, καθώς τα περισσότερα κέρδη από ιδιωτικοποιήσεις έχουν ήδη καταγραφεί».
Δημοσιονομικές επιδόσεις και ιδιωτικοποιήσεις
Το 2024 η Ελλάδα εμφάνισε πρωτογενές πλεόνασμα 1,3% του ΑΕΠ, ενώ έως τον Ιούλιο του 2025 είχε φτάσει στο 3,9% σε ταμειακή βάση. Η αύξηση των εσόδων κατά 2,9 μονάδες ΑΕΠ αποδίδεται κυρίως στη βελτίωση της φορολογικής συμμόρφωσης αλλά και σε μεγάλες ιδιωτικοποιήσεις, όπως η παραχώρηση της Αττικής Οδού έναντι 3,3 δισ. ευρώ.
Μετά το 2025, τα έσοδα από αποκρατικοποιήσεις αναμένεται να περιοριστούν. Ωστόσο, σύμφωνα με τον οίκο, η Ελλάδα έχει ήδη κερδίσει αξιοπιστία και μπορεί πλέον να στηριχθεί σε μεταρρυθμίσεις και οργανική ανάπτυξη.
Το πακέτο μέτρων της ΔΕΘ
Η Wood σχολίασε και το πακέτο μέτρων που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στη ΔΕΘ, ύψους 1,76 δισ. ευρώ για το 2026 και 2,5 δισ. ευρώ για το 2027. Ο οίκος το χαρακτηρίζει θετικό αλλά και «στοχευμένο προεκλογικό εργαλείο».
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στη φοροαπαλλαγή για τους νέους κάτω των 25 ετών, καθώς η συμμετοχή τους στην αγορά εργασίας παραμένει χαμηλή (22,7% το 2024 έναντι 40,5% στην Ε.Ε.). «Η ελάφρυνση για τη νεολαία είναι κρίσιμη, καθώς η ενσωμάτωσή της στην παραγωγή αποτελεί στρατηγικό ζητούμενο», τονίζεται στην έκθεση. Παρά τα θετικά στοιχεία, η Wood επισημαίνει ότι η συνολική κατανομή πόρων «καταστέλλει τα εισοδήματα των νοικοκυριών και συμβάλλει στον υποκείμενο πληθωρισμό».
Μισθοί, αγορά εργασίας και πληθωρισμός
Τέλος, η αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 6% το 2025 - στα 880 ευρώ - και η σταδιακή άνοδος στα 950 ευρώ έως το 2027 θεωρούνται από τον οίκο κινήσεις που θα ενισχύσουν το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, χωρίς να προκαλέσουν υπερβολικές πληθωριστικές πιέσεις. Όπως σημειώνει, «η παραγωγικότητα αναμένεται να συνεχίσει να υπερβαίνει το κόστος εργασίας, κρατώντας σε έλεγχο τον πληθωρισμό».