Ανακοινώνει αρεστές ανεφάρμοστες οικονομικές εξαγγελίες, επενδύοντας στον επιφανειακό θόρυβο και όχι στην ουσία.

Γράφει ο ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΖΟΡΜΠΑΣ

Εχει καταγραφεί από πλείστα γεγονότα ότι η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται. Πολλές φορές μάλιστα έχει αποδειχθεί ότι όταν κάποιοι προσπαθούν να την επαναλάβουν, γίνονται συνώνυμα της φάρσας. Υπάρχει και μια άλλη περίπτωση, εκείνων που προσπαθούν να μιμηθούν κολοσσιαίες προσωπικότητες ή να τις αντιγράψουν. Τότε η γελοιοποίηση είναι ακόμα πιο κοντά.

Το «Τσοβόλα, δώσ’ τα όλα» ήταν ένα αυτοσχέδιο σύνθημα μπαλκονιού, προϊόν διαδραστικής επαφής του Ανδρέα Παπανδρέου με το «πράσινο» πλήθος στην προεκλογική συγκέντρωση του ΠΑΣΟΚ, στο Περιστέρι, στις 20 Απριλίου του 1989. Το ΠΑΣΟΚ είχε κλείσει μια οκταετία στην κυβέρνηση, αλλά η πορεία της οικονομίας και πολύ περισσότερο το σκάνδαλο Κοσκωτά είχαν προκαλέσει φθορά που θα αποτυπωνόταν στην εκλογική ήττα, δύο μήνες αργότερα.

Το «Τσοβόλα, δώσ’ τα όλα» έμεινε στην Ιστορία ως «συνώνυμο» αλόγιστης σπατάλης και δημοσιονομικής εκτροπής. Τότε θεωρήθηκε το σύνθημα για το τέλος της τριετούς λιτότητας. Τότε η Ελλάδα ήταν πολύ διαφορετική και οι κομβικές πολιτικές προσωπικότητες της εποχής τεράστιου βεληνεκούς.

Η Ιστορία ως φάρσα!

Σήμερα κάποια πολιτικά πρόσωπα έχουν βαλθεί να κάνουν πράξη το «η Ιστορία επαναλαμβάνεται σαν φάρσα». Για λόγους ιστορικούς της παράταξής του, το «γάντι σήκωσε ο Νίκος Ανδρουλάκης», ο οποίος σε μια σφοδρή επίθεση προς τον Αλέξη Τσίπρα τον χαρακτήρισε «μίμο» και «τυμβωρύχο του Ανδρέα Παπανδρέου». Στο ΠΑΣΟΚ ακόμα παρακολουθούν τις προκλήσεις Τσίπρα με το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, στο οποίο έβαλε τίτλο «συμβόλαιο για την αλλαγή»!

Στην Κουμουνδούρου, ο πολιτικός σχεδιασμός του κόμματος έχει αποδείξει κατ’ επανάληψη ότι δεν πιάνει τα κελεύσματα της κοινωνίας. Νομίζουν ότι οι λύσεις δίνονται με τα συνθήματα και ιδιαίτερα όταν έρχονται από πρόσωπα τα οποία έχουν χτυπήσει λυσσαλέα το ΠΑΣΟΚ κατά το παρελθόν, παίζοντας τα παιχνίδια του λαϊκισμού μέχρι να κατακτήσουν τη θέση της εξουσίας.

Οι υποψιασμένοι αναλυτές και μη προσπάθησαν να αποτιμήσουν το πρόγραμμα του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης για την επόμενη τετραετία. Οι πληροφορίες θέλουν τα 83 δισ. ευρώ αποτίμησης του προγράμματος να προκαλούν από τη μια γέλια και από την άλλη να είναι γενεσιουργός αιτία ανεκδότων. Οταν με βάση τις σημερινές ανάγκες της οικονομικής προσαρμογής, το κυβερνών κόμμα παρουσιάζει πρόγραμμα κόστους έναντι 8 με 9 δισ. ευρώ, τα 83 δισ. ευρώ του Αλέξη Τσίπρα ανάγονται στη σφαίρα των καλοκαιρινών επιθεωρήσεων.

Το «κουμουνδούρειο» πρόγραμμα είναι μάλλον μια εξωπραγματική έκθεση ιδεών, που εάν ποτέ υλοποιούταν, θα οδηγούσε σε μεγάλη αύξηση των φόρων, σε αδυναμία ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας, σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος και εποπτείας από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τελικά σε νέα Μνημόνια και χρεοκοπία.

Φαίνεται όμως ότι στον ΣΥΡΙΖΑ επενδύουν στην ασθενή μνήμη, στη μη κατάρτιση, σε οικονομικό επίπεδο, μεγάλης μάζας πολιτών και στο τέλος στο γκεμπελικό «πες, πες, κάτι θα μείνει». Τι σημασία έχει αν όλοι οι σοβαροί αναλυτές και οικονομολόγοι θεωρούν ότι οι προτάσεις Τσίπρα είναι σχεδόν «ανέφικτες οικονομικές γελοιότητες». Σημασία έχει να ανακοινώνει αρεστές ανεφάρμοστες εξαγγελίες, επενδύοντας στον επιφανειακό θόρυβο και όχι στην ουσία.

Χωρίς επιστροφή...

Προκαλεί βλάβη ακόμα και στη διεθνή εικόνα της χώρας, όταν μετά από την πτώχευσή της και τα Μνημόνια, τα διεθνή οικονομικά κέντρα εισπράττουν από τον συγκεκριμένο πολιτικό χώρο μια πολιτική που οδηγεί ταχύτατα σε νέο Μνημόνιο. Αν για την ερμαφρόδιτη Αριστερά του ακραίου λαϊκισμού αυτά είναι ψιλά γράμματα, για αυτούς που θέλουν την οικονομική σταθερότητα του τόπου η πολιτική καταγγελία της οικονομικής μηδενιστικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί δρόμο χωρίς επιστροφή.

Ακόμα και αν οι περιστασιακοί πολιτικοί απατεώνες συνεχίσουν να χρησιμοποιούν τα συνθήματα άλλων εποχών, που δεν έχουν καμία ομοιότητα με τη σημερινή εποχή, η καταγγελία αυτών των θέσεων είναι η μεγαλύτερη υπηρεσία που μπορεί να προσφέρει κάποιος για την Ελλάδα της οικονομικής σταθερότητας και της ευρωπαϊκής προοπτικής.

Το «Τσοβόλα, δώσ’ τα όλα», ακόμα και αν ζούσε ο μακαρίτης Δημήτρης Τσοβόλας, θα απαγόρευε να το χρησιμοποιούν αδίστακτα πολιτικά πρόσωπα σαν τον Αλέξη Τσίπρα, τα οποία πολιτεύονται χωρίς τον παραμικρό ρεαλισμό, με μοναδικό γνώμονα την υποκρισία.