Υπάρχουν κάποια αιτήματα μεταξύ αυτών που έχουν καταθέσει οι αγρότες των μπλόκων που πραγματικά προκαλούν ερωτήματα.

Ξεχωρίζουμε τέσσερα από αυτά για να δούμε τι ακριβώς ζητούν και κατά πόσο μια κυβέρνηση, οποιαδήποτε κυβέρνηση, ακόμη και αν απαρτίζεται από τους σημερινούς υποστηρικτές των μπλόκων και των αποκλεισμών των εθνικών οδών και των τελωνείων, μπορεί να τα υλοποιήσει.

Πρώτα απ’ όλα το αίτημα για κατώτερες εγγυημένες τιμές τέτοιες που να καλύπτουν το κόστος παραγωγής αλλά και να αφήνουν βιώσιμο εισόδημα για να καλύπτουν και τα έξοδα καλλιέργειας και τις βιοποριστικές ανάγκες του. Δηλαδή, να εγγυάται το κράτος, η πολιτεία, οι φορολογούμενοι δηλαδή, τα πάντα και να παίρνουν και τις επιδοτήσεις που δίνονται γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο;

Μπορεί να γίνει αυτό; Και αν ναι, γιατί να μη ζητήσουν και όσοι ασχολούνται για παράδειγμα με την εστίαση κατώτερη εγγυημένη… κατανάλωση; Ή όσοι ασχολούνται με τον τουρισμό κατώτερη εγγυημένη… διαμονή; Υπάρχει άραγε κάποιο κόμμα εξουσίας που να κάνει αποδεκτό ένα τέτοιο αίτημα;

Πάμε στο επόμενο που αφορά την κατάργηση του Χρηματιστηρίου Ενέργειας. Μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο; Φυσικά και όχι. Οπότε; Τι ακριβώς ζητούν να γίνει οι αγροτοσυνδικαλιστές; Να αρχίσουμε ίσως να χτυπάμε τα νταούλια για να χορεύουν οι αγορές; Διότι την τελευταία φορά που ακούστηκε κάτι τέτοιο κόντεψε να χρεοκοπήσει η χώρα.

Ένα ακόμη ενδιαφέρον αίτημα είναι αυτό του διπλασιασμού των συντάξεων. Κάτι τέτοια τα υπόσχονται συγκεκριμένα κόμματα που κινούνται στα άκρα και μιλούν για συντάξεις 3.000 ευρώ. Το να λένε αγροτοσυνδικαλιστές πως αδιαφορούν για την πραγματικότητα και να απαιτούν την υλοποίηση ενός τέτοιου αιτήματος παραπέμπει περισσότερο σε προσχηματική τακτική προκειμένου να συνεχίσουν να μένουν στα μπλόκα προκαλώντας προβλήματα στην οικονομία, στο εμπόριο και σε τομείς όπως ο τουρισμός.

Τελευταίο αλλά όχι αδιάφορο είναι αυτό που θέλει τους αγρότες να… απαιτούν να μη μεταφερθεί ο ΟΠΕΚΕΠΕ στην ΑΑΔΕ. Γιατί όμως τους απασχολεί αυτό; Οι έντιμοι αγρότες τι έχουν να φοβηθούν; Αντιθέτως, αυτή η εξέλιξη μετά την ψήφιση της σχετικής διάταξης συμβάλλει στο να ξεχωρίσει η ήρα από το στάρι που λένε στα χωριά μας.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η αποκάλυψη λίγο πριν την Πρωτοχρονιά για το παιγνίδι που είχε στηθεί με τις δηλώσεις εκτάσεων στο Ε9 και την εκ των υστέρων, μετά δηλαδή την παράνομη είσπραξη επιδοτήσεων, διαγραφή τους. Αυτό δεν θέλουν οι αγρότες; Να αποκαλυφθούν οι παράνομοι, να φέρουν πίσω τα κλεμμένα και εν συνεχεία οι επιδοτήσεις να δίνονται με βάση τα πραγματικά στοιχεία και όχι βάσει του ό,τι δηλώσεις είσαι ή, στην περίπτωση αυτή, ό,τι δηλώσεις έχεις…

Είναι δυο τρία ακόμη ανάλογα αιτήματα για τα οποία η κυβέρνηση δηλώνει ότι αποτελούν κόκκινη γραμμή. Τα υπόλοιπα τα επιλύει, εκτός από αυτά που έχουν αντιμετωπιστεί στο παρελθόν, ενώ υπάρχει πεδίο συζήτησης για ορισμένα ακόμη.

Όμως το ερώτημα είναι πώς θα συζητηθεί η αντιμετώπιση και η υλοποίηση των αιτημάτων αν δεν υπάρχει διάλογος. Μπορεί να ισχύσει η λογική «δώσε μου αυτά που ζητάω και μετά… συζητάμε»; Δύσκολο έως αδύνατο.

Σε κάθε περίπτωση υπάρχει ένα υπαρκτό ζήτημα. Το κλείσιμο των δρόμων πλήττει την οικονομία, το εμπόριο, την εστίαση, τον τουρισμό και πολλά ακόμη. Μιλάμε για απώλειες κάποιων εκατομμυρίων για κλάδους που δεν λαμβάνουν επιδοτήσεις και κανείς δεν τους εγγυάται το εισόδημα. Και μιλάμε και για το κράτος που μέσα από το πλεονάσματα επιστρέφει στους πολίτες μέρισμα από την ανάπτυξη.

*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση του «Μανιφέστο».