Τι σημαίνουν τελικά τα «μπλόκα στους δρόμους» για μια κοινωνία που θεωρεί αυτονόητη τη δημοκρατία και την ελευθερία μετακίνησης;
Πού σταματά το δικαίωμα του ενός και πού αρχίζει να περιορίζεται, αυθαίρετα, η ελευθερία του άλλου; Και ποιος αποφασίζει αυτό το όριο;
Τις τελευταίες εβδομάδες, οι αγροτικές κινητοποιήσεις έχουν αποκλείσει βασικές οδικές αρτηρίες της χώρας, μετατρέποντας την καθημερινή μετακίνηση χιλιάδων πολιτών σε μια διαδικασία αβεβαιότητας και ρίσκου. Έχουμε, άραγε, δικαίωμα σε αυτή τη χώρα να μετακινούμαστε όλοι με ασφάλεια; Έχουμε επενδύσει σε ένα οδικό δίκτυο που σχεδιάστηκε για να μειώνει τα τροχαία ατυχήματα, μόνο και μόνο για να καλούμαστε ξαφνικά να το εγκαταλείψουμε;
Ποιος είναι εκείνος που μας αναγκάζει να διέρχομαστε ανάμεσα σε τρακτέρ σε εθνικές οδούς που δεν έχουν κατασκευαστεί για τέτοιες συνθήκες; Ποιος εγγυάται τη δική μας ασφάλεια όταν καλούμαστε να κάνουμε τον «γύρο της Ελλάδας» για να φτάσουμε στον προορισμό μας; Και ποιος αναλαμβάνει το κόστος – οικονομικό, χρονικό, αλλά και σωματικό – αυτής της επιλογής;
Ναι, οι αγρότες έχουν αιτήματα. Ναι, η κυβέρνηση δηλώνει ότι έχει ικανοποιήσει μέρος αυτών και καλεί σε διάλογο. Όμως ποιος διάλογος έχει πραγματικά γίνει ορατός στην κοινωνία; Υπήρξε σαφής αντιπροσώπευση, επίσημη διαπραγμάτευση, δημόσιος απολογισμός;
Ή μήπως, τελικά, ως πολίτες καλούμαστε να ρισκάρουμε τη σωματική μας ακεραιότητα – και ίσως τη ζωή μας – επειδή κάποιος άλλος αποφάσισε ότι έτσι πρέπει; Και αν αυτό συμβαίνει, ποιος παίρνει την ευθύνη;


