Οι λαϊκιστές τείνουν να έρχονται στην εξουσία στις στιγμές κατά τις οποίες οι μεγάλες κρίσεις –όπως ήταν, για παράδειγμα, η παγκόσμια οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2007-2008 ή το πλέγμα συνθηκών που οδήγησε αθροιστικά στην απώλεια της διαπλανητικής ηγεμονίας της Αμερικής– οδηγούν τον λαό στην απώλεια της εμπιστοσύνης του στους πολιτικούς, με αποτέλεσμα να εναποθέτει τις ελπίδες του στις προτάσεις ενός, λιγότερο ή περισσότερο, ετερόκλητου «αουτσάιντερ», όπως αναφέρει ο James L. Newell στο ομώνυμο βιβλίο του για τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι, με υπότιτλο: «Μια μελέτη της αποτυχίας» (Manchester University Press 2019). 

Αυτό, λοιπόν, συνέβη με την περίπτωση του προσφάτως αποβιώσαντος Σίλβιο στις δύο από τις τρεις φορές που κατόρθωσε να κερδίσει την πρωθυπουργία στη γειτονική Ιταλία, χωρίς να έχει υπάρξει –μέχρι τότε– επαγγελματίας πολιτικός ή τυπικός αρχηγός κόμματος. Το 1994, μετά το σκάνδαλο «Tangentopoli», το οποίο οδήγησε σε μια γενικευμένη απαξίωση της ιταλικής πολιτικής σκηνής και στη συνακόλουθη εξαφάνιση των παραδοσιακών ιταλικών κομμάτων και συσχετισμών εξουσίας, και το 2008, όταν η ευρωπαϊκή κρίση χρέους βρέθηκε προ των πυλών και της Ιταλίας, κλονίζοντας τη σχέση των πολιτών με τους εντολοδόχους πολιτικούς που είχαν συνηθίσει να εμπιστεύονται με την ψήφο τους. 

Αλλά η προσδοκία πως μια τέτοια προσωπικότητα θα μπορούσε να αντεπεξέλθει εκεί όπου είχαν αποτύχει οι καθιερωμένοι πολιτικοί είναι πολύ δύσκολο να επιβεβαιωθεί στην πράξη, καθώς σε μια συντεταγμένη δημοκρατία η εξουσία είναι περιορισμένη και η τέχνη της διακυβέρνησης αποτελεί –πάνω από όλα– μια υπόθεση συμφιλίωσης ανταγωνιστικών συμφερόντων. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι ελπίδες και οι βλέψεις που καλλιεργούν στο λαό οι δημαγωγοί φαίνεται να αποτυγχάνουν λόγω –ακριβώς– του μεγάλου εύρους τους. Αυτό δεν ισχύει μόνο για τον «Cavaliere» της «Φόρτσα Ιτάλια» και του PDL, αλλά και για τον δικό μας Αλέξη Τσίπρα του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., που ανέβηκε στην εξουσία το 2015, υποσχόμενος τα πάντα στους πάντες και εκμεταλλευόμενος την αγανάκτηση του λαού απέναντι στους παραδοσιακούς πολιτικούς, στους οποίους απέδωσε ευθύνες για τη μη αποσόβηση της κοινωνικοοικονομικής κρίσης. Το ίδιο λαϊκίστικο πλαίσιο ίσχυσε και για την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία το 1981, με την «Αλλαγή» του Ανδρέα Παπανδρέου να βασίζεται στο διαχωρισμό του «λαού» από τις «προνομιούχες ελίτ» και στη μάχη ενάντια στο «κατεστημένο». 

Ο Μπερλουσκόνι (όπως και ο «δικός» μας Ανδρέας Παπανδρέου, σε διαφορετικό όμως βαθμό και με άλλον τρόπο πολιτικής αισθητικής και πρότασης) προσωποποιούσε την ανθεκτικότητα αυτού που ονομάζουμε «σαγήνη του λαϊκισμού» (Παππάς 2014) μέσα στην κοινωνία, εκφράζοντας, προοπτικά αλλά και αναδρομικά, ένα παγκόσμιο κύμα λαϊκιστών ηγετών, οι οποίοι υπόσχονται διάφορες πολιτικές λύσεις, δημοφιλείς μεν, αλλά καθόλου ρεαλιστικές. 

Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι υπήρξε προπομπός του Ντόναλντ Τραμπ και αυτή δεν είναι η πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία που η Ιταλία έδωσε στον κόσμο έναν αρχηγό με ασυνήθιστα χαρακτηριστικά, ο οποίος εμφανίστηκε, έπειτα, πιο δυνατός, στο πρόσωπο ενός άλλου ηγέτη, όπως επισημαίνει –επίσης– ο James Newell, με σαφείς αναφορές στην αρχική αντιγραφή του Μουσολίνι από τον Χίτλερ, φωτογραφίζοντας τις κοινές, λαϊκίστικα προσωπολατρικές, ρίζες του φασισμού με τον ναζισμό. 

Η άνοδος στην εξουσία των κάθε είδους λαϊκιστών ακολουθεί την πανομοιότυπη συνταγή της κατασκευής «πλειοψηφιών», οι οποίες εμφανίζονται από τον εκάστοτε δημεγέρτη ως αντιμετωπίζουσες την καταπίεση και τον αποκλεισμό από τις προνομιούχες «ελίτ» που χρησιμοποιούν τις μειοψηφίες (π.χ. τους μετανάστες –κατά τον Τραμπ– στην Αμερική ή τους Ιταλούς του Νότου, σύμφωνα με τον Μπερλουσκόνι στην Ιταλία) ως εκλογικά ενεργούμενα άνομων συναλλαγών, για να διατηρήσουν αποκλεισμένη από την άσκηση της εξουσίας την πραγματική «λαϊκή πλειοψηφία». Την τελευταία, οι λαϊκιστές, σε όλα τα γεωγραφικά μήκη και ιστορικά πλάτη της παγκόσμιας πολιτικής, επιχειρούν να την ταυτίσουν με μια επιλεγόμενη «εθνική πλειοψηφία» που αισθάνεται «ξένη στην ίδια της τη χώρα» και την οποία επιχειρούν μονοπωλιακά να εκφράσουν κάνοντας «επίκληση στο συναίσθημα».


Για αυτό και ο Bogdanor υποστηρίζει πως «ο λαϊκισμός είναι ένα βαθύ συναίσθημα». Ενα συναίσθημα που αναπτύσσεται και επικρατεί ως πολιτική στάση και εκλογική επιλογή εις βάρος του ορθολογισμού, καθώς όλες οι συνθετότητες της διακυβέρνησης και οι αναγκαίες συναινέσεις που απαιτούνται για τη συνολική εξισορρόπηση των αντιθέτων τάσεων, τις οποίες καλείται να συνθέσει παραγωγικά η κάθε δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση, εξοβελίζονται από τον λαϊκιστή ηγέτη, παρουσιαζόμενες στο λαό ως κατασκευές των «ελίτ» για να τον αποτρέπουν από την πραγματική άσκηση της εξουσίας.
Αν η δημοκρατία, όπως έχει ειπωθεί, «είναι η πολιτική τέχνη της σύνθεσης», ο λαϊκισμός είναι σίγουρα μια διαχρονική μεθόδευση αποσύνθεσης της ίδιας της πολιτικής.

Για αυτό αποκτά μεγάλη σημασία το αποτέλεσμα των πρόσφατων εκλογών της 21ης Μαΐου και της επανάληψής τους στις 25 Ιουνίου. Γιατί η εκλογική αναμέτρηση του Μαΐου του 2023 είναι από τις λίγες εκλογικές αναμετρήσεις, στη μεταπολιτευτική Ελλάδα, όπου ο λαός ψήφισε βασιζόμενος περισσότερο σε ορθολογικά, παρά σε συναισθηματικά κριτήρια.

Η διαφορά των 20 μονάδων της Νέας Δημοκρατίας από τον ΣΥΡΙΖΑ δείχνει πως το υποκείμενο «πάθος» (το οποίο μπορεί να σοβούσε σε ένα ορισμένο ποσοστό του εκλογικού σώματος, ενάντια σε κάποιες από τις πολιτικές ή τους χειρισμούς της κυβέρνησης Μητσοτάκη) δεν υπερίσχυσε του ατομικού –αλλά ούτε και του συλλογικού– συμφέροντος, το οποίο αποδείχθηκε πως εξυπηρετείται από τις ικανότητες διακυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη, και έτσι οι εαρινές εκλογές του 2021 αποτέλεσαν ένα σπάνιο παράδειγμα, στην πρόσφατη πολιτική μας Ιστορία, κατά το οποίο οι Ελληνες ψηφοφόροι –σε αντίθεση με την κατά πλειοψηφία εκλογική τους συμπεριφορά το 2015, αλλά εν μέρει και το 2012 και το 2009– αρνήθηκαν να παραμείνουν πεισματικά ανορθολογικοί.

Στην Ελλάδα του 2023 φαίνεται να διαψεύδεται ο εξέχων καθηγητής Οικονομικών του περασμένου αιώνα και αγαπημένος δάσκαλος του Ανδρέα Παπανδρέου, Joseph Schumpeter, ο οποίος δήλωνε ότι «ο λαός είναι κοντόφθαλμος» (Caplan 2007, Παππάς 2014). O Schumpeter δεν δίσταζε –επίσης– να εκφράζει ανοικτά τις τρεις μεγάλες επιθυμίες του: να γίνει μεγάλος εραστής, μεγάλος ιππέας και μεγάλος οικονομολόγος, την ίδια στιγμή που παραδεχόταν ότι στη ζωή του, τελικά, ικανοποίησε μόνο μία από τις επιθυμίες του αυτές. Δεν ξέρω αν ο «Cavaliere» (που ως τίτλος στα ιταλικά σημαίνει «ιππότης», δηλαδή δεινός ιππέας) έτρεφε ανάλογες επιθυμίες για τις ικανότητές του ως διαχειριστή των οικονομικών της Ιταλίας ή ως αναβάτη καθαρόαιμων αλόγων, αλλά σίγουρα η ζωή πραγματοποίησε, σε αυτόν, τουλάχιστον την πρώτη από τις τρεις επιθυμίες του Schumpeter….
Addio, «Cavaliere»!