«Η Ελλάδα μετέχει ισότιμα στις εξελίξεις σε ευρωπαϊκό, περιφερειακό και διεθνές επίπεδο. Συμμερίζεται τις κοινές αξίες που ενσαρκώνει η Ευρώπη και αγωνίζεται ενεργά για την προώθηση και εμβάθυνσή τους» τόνισε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου κατά την εναρκτήρια ομιλία της, στο 9ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών.
Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας έκανε λόγο για έναν διεθνή θεσμό που έχει καταστεί πλέον σημείο αναφοράς για την Ελλάδα και όχι μόνον, σημείωσε ότι η φετινή διοργάνωση, με κεντρικό θέμα τη «Μεγάλη Μετάβαση», πραγματοποιείται σε ένα περιβάλλον έντονων γεωπολιτικών ανακατατάξεων και προκλήσεων, όχι μόνο για την Ευρώπη, αλλά για όλο τον κόσμο.
Αναφερόμενη στην Ελλάδα, υπογράμμισε: «Ως χώρα με εμπεδωμένη δημοκρατία και αποδεδειγμένη δέσμευση στην Ενωμένη Ευρώπη, πρωταγωνιστεί στην υποστήριξη της ενταξιακής πορείας των Δυτικών Βαλκανίων και στην αναβάθμιση της πολιτικής και οικονομικής συνεργασίας όλων των χωρών της Ανατολικής Μεσογείου και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης». Ωστόσο, επισήμανε ότι «προϋπόθεση για αυτό, βέβαια, είναι ο απαρέγκλιτος σεβασμός, από όλα τα κράτη της περιοχής, των αρχών του κράτους δικαίου, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς και των σχέσεων καλής γειτονίας και του διεθνούς δικαίου».
Υποστήριξε, επίσης, ότι «διανύουμε πλέον ήδη αταλάντευτα μισόν αιώνα δημοκρατίας, επίτευγμα που δεν πρέπει ούτε να λησμονούμε ούτε να παραγνωρίζουμε» και πρόσθεσε ότι «η Μεταπολίτευση αποτελεί μία πρωτόγνωρη περίοδο δημοκρατικής ομαλότητας και προόδου, κατά την οποία, παρά τις πολύμορφες και σοβαρές κρίσεις, οι δημοκρατικοί θεσμοί και το κράτος δικαίου επέδειξαν αξιοζήλευτη ανθεκτικότητα».
Η φιλελεύθερη δημοκρατία μας είναι παγιωμένη
Όπως είπε «η περίοδος αυτή είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την ένταξή μας στην ΕΕ, καθώς η ευρωπαϊκή προοπτική και ο ορίζοντας της ενοποίησης ήταν η κινητήρια δύναμη της διαδρομής μας προς την ειρήνη, την ασφάλεια και την ευημερία. Με υπόβαθρο αυτή την καθόλου αυτονόητη κατάκτηση πρέπει να πορευθούμε και στο μέλλον με ωριμότητα και αυτοπεποίθηση» και υπογράμμισε: «Η φιλελεύθερη δημοκρατία μας είναι παγιωμένη και αρκετά ισχυρή, ώστε να αντέχει οποιονδήποτε κλυδωνισμό. Υποδέχεται τον αναστοχασμό και αφουγκράζεται την κριτική, ενώ παραμένει ο αξεπέραστος πολιτικός και κοινωνικός μας ορίζοντας».
Σχετικά με τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις και προκλήσεις, όχι μόνο για την Ευρώπη, αλλά για όλο τον κόσμο, σημείωσε ότι «Ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία, εκτός από κατάφωρη παραβίαση του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και του διεθνούς δικαίου εν γένει, παραμένει σοβαρή απειλή για την ευρωπαϊκή ασφάλεια και την παγκόσμια σταθερότητα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση απάντησε με ενότητα, ταχύτητα και αποφασιστικότητα, με συντονισμένες ενέργειες. Η Ελλάδα έχει υποστηρίξει έμπρακτα όλες τις κοινές προσπάθειες για την παροχή βοήθειας στον ουκρανικό λαό, μέχρις ότου επιτευχθεί μία συνολική, δίκαιη και διαρκής ειρήνη, με πλήρη σεβασμό της ανεξαρτησίας, της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας, εντός των διεθνώς αναγνωρισμένων συνόρων της. Γι’ αυτόν τον λόγο, η στήριξή μας πρέπει να συνεχιστεί χωρίς ενστάσεις και αναβλητικότητα, καθώς αποτελεί το βασικό μέσο ανάσχεσης της ρωσικής επιθετικότητας και του αναθεωρητισμού».
Η ειρήνη δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη
Για την ένοπλη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή, μετά την τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς, ανέφερε ότι «η επακόλουθη ανθρωπιστική κρίση στη Γάζα που δυστυχώς εντείνεται, η αναταραχή που επικρατεί στην Ερυθρά Θάλασσα με τις επιπτώσεις που δημιουργούνται στο διεθνές εμπόριο και τη ναυσιπλοΐα, καθώς και ο κίνδυνος διάχυσης της πολεμικής σύρραξης με ανυπολόγιστες συνέπειες, υπενθυμίζουν με δραματικό τρόπο ότι η ειρήνη δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη. Η σημερινή συγκυρία και οι σοβαρές γεωπολιτικές κρίσεις υπογραμμίζουν τη σημασία της ενεργειακής και στρατηγικής αυτονομίας της ΕΕ, όπως και της διεύρυνσής της, ιδίως προς τα δυτικά Βαλκάνια. Η Ευρώπη πρέπει να μπορεί να παρεμβαίνει ενεργά, με ενιαία φωνή, στις διεθνείς υποθέσεις, να αποφασίζει για το μέλλον, τις συμμαχίες και τη σύνθεσή της και να υπερασπίζεται, με δικά της μέσα, τα συμφέροντά της, επομένως και την ίδια την υπόστασή της».
Ακολούθως, επισήμανε, ότι «Μία ακόμη σημαντική πρόκληση που αντιμετωπίζει η ΕΕ και μας αφορά όλους είναι η κλιματική αλλαγή, η οποία έχει ήδη λάβει διαστάσεις κρίσης και «κατάστασης έκτακτης ανάγκης». Ρεκόρ θερμοκρασίας σημειώνονται διαρκώς, κάτι που πρέπει να σημάνει συναγερμό. Ειδικά η Μεσόγειος, «hotspot της κλιματικής αλλαγής» όπως την αποκαλούν οι επιστήμονες, επηρεάζεται δραματικά, θυμίζοντας το καναρίνι στο ανθρακωρυχείο. Οι φυσικές καταστροφές, όπως πυρκαγιές και πλημμύρες που πλήττουν όλο και συχνότερα την περιοχή, και η επακόλουθη υποβάθμιση του περιβάλλοντος, προϊδεάζουν για τις δυσοίωνες εξελίξεις που επίκεινται παντού».
Υπενθύμισε, μάλιστα, ότι «σε κοινή έκκληση με άλλους αρχηγούς μεσογειακών κρατών της ομάδας Arraiolos, το περασμένο καλοκαίρι, τονίσαμε ότι δεν υπάρχει πλέον χρόνος για χάσιμο και ότι όλες οι χώρες της Μεσογείου πρέπει να συμμετάσχουν σε μια συλλογική προσπάθεια για την αναστροφή των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης. Το θέμα επείγει και υπάρχει άμεση ανάγκη για αποτελεσματική δράση. Σε αυτή την προσπάθεια δεν μπορούμε να είμαστε μόνοι μας. Η ΕΕ πρέπει να ενεργήσει τολμηρά, με ενότητα, και αλληλεγγύη, λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα, με παράλληλη έμφαση στην προστασία των πιο ευάλωτων πολιτών, που είναι φυσικό να πλήττονται δυσανάλογα από αυτά».
Εν συνεχεία, τόνισε ότι «η Ευρώπη τελεί επίσης σε συνθήκες ενεργειακής κρίσης και επισιτιστικής ανασφάλειας, που οξύνονται από τον πόλεμο στην Ουκρανία» και παρατήρησε ότι «η άνοδος του κόστους διαβίωσης, ιδίως με την αύξηση των τιμών των τροφίμων και της ενέργειας, και συνολικά εξαιτίας των πληθωριστικών τάσεων της οικονομίας, έχει ασφαλώς δημιουργήσει αντιδράσεις στους πολίτες και σε κατηγορίες του πληθυσμού, όπως οι αγρότες, τις οποίες εργαλειοποιεί ο λαϊκιστικός πολιτικός λόγος».
Ειδικότερα, υπογράμμισε ότι «σε αυτήν την απόπειρα απαξίωσης της ΕΕ πρέπει να αντισταθούμε με όλες μας τις δυνάμεις, θέτοντας ανάχωμα στην άνοδο του ευρωσκεπτικισμού, ενόψει και των προσεχών εκλογών για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Εξάλλου, μεγάλο μέρος της προσπάθειας υπονόμευσης του κύρους και της λειτουργίας της ΕΕ, με τη διακίνηση ψευδών ειδήσεων, την παραπληροφόρηση και την προπαγάνδα, προέρχεται από ανελεύθερα καθεστώτα, που επιδιώκουν να αλλοιώσουν και να πλήξουν τις δημοκρατικές διαδικασίες των κρατών μελών. Χρειάζεται επομένως επιφυλακή και εγρήγορση, προκειμένου να αποκρούσουμε αυτές τις προσπάθειες και η εκδηλούμενη δυσαρέσκεια να μην λάβει τη μορφή συλλήβδην απόρριψης των αδιαμφισβήτητων επιτευγμάτων της ευρωπαϊκής πορείας μέχρι τώρα».
Η Ευρώπη οφείλει να παράσχει λύσεις
Την ίδια στιγμή, τόνισε, ότι «από την άλλη πλευρά, η Ευρώπη οφείλει να παράσχει, με σαφή και εποικοδομητικό τρόπο, που δεν θίγει το ευρωπαϊκό κεκτημένο, λύσεις και απαντήσεις στις ανησυχίες των πολιτών, είτε αυτές αφορούν τη δίκαιη μετάβαση στην ψηφιακή και πράσινη εποχή, είτε τη διαχείριση των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών».
Όπως σημείωσε «η ασφάλεια των εξωτερικών ευρωπαϊκών συνόρων αποτελεί προτεραιότητα, που όμως πρέπει να συμβαδίζει με το καθήκον μας να διασφαλίζουμε το υπέρτατο αγαθό της ανθρώπινης ζωής, δείχνοντας την αναγκαία αλληλεγγύη στις χώρες που καλούνται να επωμιστούν το κύριο βάρος της φύλαξής τους. Το μεταναστευτικό δεν είναι υπόθεση μόνο ορισμένων κρατών, αλλά ολόκληρης της ευρωπαϊκής οικογένειας, η οποία, σε στενή συνεργασία με τρίτα κράτη, πρέπει να το αντιμετωπίσει, μένοντας ταυτόχρονα πιστή στα ιδεώδη τα οποία πρεσβεύει».
Μιλώντας για το πεδίο της τεχνητής νοημοσύνης, υπογράμμισε ότι «η ΕΕ καλείται να εγγυηθεί τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών και των επιχειρήσεων, χωρίς ωστόσο να «χαθεί το τρένο» του μέλλοντος και οι τεράστιες δυνατότητες που αυτή προσφέρει. Η έγκριση του Κανονισμού για την Τεχνητή Νοημοσύνη αποτελεί ένα θετικό πρώτο βήμα για τη διαφύλαξη της ανθρώπινης αυτονομίας, της ασφάλειας και της δημοκρατίας, καθώς και του περιορισμού των κινδύνων που κρύβει η τεχνολογική εξέλιξη σε αυτόν τον τομέα».
Τέλος, ανέφερε ότι «σε λίγους μήνες θα διεξαχθούν στο Παρίσι οι 33οι Ολυμπιακοί Αγώνες, η πιο σπουδαία αθλητική διοργάνωση σε παγκόσμιο επίπεδο, που ξεκίνησε πριν από περίπου τρεις χιλιετίες στην αρχαία Ολυμπία και που μεταφέρει, και στη νεότερη εκδοχή της, το μήνυμα της συμφιλίωσης των λαών, της ειρήνης και της ευγενούς άμιλλας», υπενθύμισε ότι «Φέτος συμπληρώνονται 20 χρόνια από την επιστροφή των αγώνων στη γενέτειρά τους, σε μια άρτια διοργάνωση που χαράχθηκε στη μνήμη όλου του κόσμου» και κατέληξε λέγοντας ότι «Ευχή όλων μας είναι και η προσεχής διεξαγωγή τους να λάβει χώρα στο ίδιο πνεύμα, της ειρήνης και του ολυμπισμού».