«Σε αυτόν τον λαό αξίζει μόνο σεβασμός. Του αξίζει να περπατά περήφανος, του αξίζει να ζει με αξιοπρέπεια. Είμαστε μόνο η φωνή του λαού. Δεν θα διαπραγματευτούμε την υπερηφάνεια αυτού του λαού. Εμείς μπορούμε να είμαστε η θέλησή του, δηλώνουμε ότι δεν πρόκειται να διαπραγματευτούμε την αξιοπρέπεια αυτού του λαού. Είμαστε σάρκα από τη σάρκα του λαού». 

Κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει αυτά τα λόγια, με τα οποία ο Αλέξης Τσίπρας κήρυξε την έναρξη της «περήφανης διαπραγμάτευσης» της κυβέρνησής του με τους δανειστές. Ηταν η αρχή έξι τραυματικών μηνών για τη χώρα και τους πολίτες, που τελείωσαν με την οριστική κατάρρευση των συνομιλιών με την Τρόικα, το δημοψήφισμα, τη 17ωρη διαπραγμάτευση του τότε πρωθυπουργού στις Βρυξέλλες που σφράγισε οριστικά τη μετατροπή του «όχι» σε «ναι» και, τέλος, την υπογραφή ενός τρίτου μνημονίου. 

Ερασιτεχνισμοί 

Για να φτάσουμε στην εβδομάδα της προκήρυξης του δημοψηφίσματος και σε όσα παρ’ ολίγον μοιραία ακολούθησαν, είχε προηγηθεί ένα –ίσως κωμικό για τους εξωτερικούς παρατηρητές, αλλά δραματικό για τους Ελληνες– γαϊτανάκι πολιτικών ερασιτεχνισμών που ήταν αποτέλεσμα ενός καταστροφικού συνδυασμού άγνοιας, βολονταρισμού και ιδεοληψίας. 

Συνοπτικά, από την ημέρα της ορκωμοσίας της μέχρι τα τέλη του Ιουνίου του 2015 η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έδιωξε κακήν κακώς από την Αθήνα τον πρόεδρο του Eurogroup, υπέγραψε ένα πρόγραμμα-γέφυρα που βομβάρδισε ολοκληρωτικά από την πρώτη ημέρα και εισήγαγε στην ελληνική πολιτική τον όρο «δημιουργική ασάφεια» για να εξηγήσει ότι αυτά που υποσχόταν στο εξωτερικό δεν σκόπευε σε καμία περίπτωση να τα εφαρμόσει. Επίσης, διαπραγματεύτηκε με το στιλ και την εικόνα ενός μπράβου των παμπ, όπως έγραψε ο βρετανικός Τύπος όταν ο Γιάνης Βαρουφάκης εμφανίστηκε στο Λονδίνο για συζητήσεις με δερμάτινο μπουφάν και το πουκάμισο έξω από το παντελόνι, κούνησε υποτιμητικά το δάχτυλο σε πολιτικούς φίλους και εχθρούς και παρακάλεσε γονυπετής τη Ρωσία να δανείσει την Ελλάδα ή, αν έφταναν τα πράγματα στα άκρα, να τη βοηθήσει να τυπώσει νόμισμα. Με λίγα λόγια, μετέτρεψε τη χώρα σε περίγελο της Ευρώπης και ως μοναδικό κατόρθωμα μπορούσε να παρουσιάσει τη μετονομασία της Τρόικας σε «θεσμούς». 

Το κακό ήταν ότι ύστερα από πέντε μήνες υπομονής, ανοχής και πατρικών συμβουλών οι εταίροι της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ενωση αποφάσισαν ότι το αστείο παρατράβηξε. Την πρώτη κανονιά την έριξε ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, και αληθινός φίλος της Ελλάδας, Ντόναλντ Τουσκ, λίγες ημέρες πριν από την κρισιμότατη Σύνοδο Κορυφής της 22ας Ιουνίου. «Το παιχνίδι του δειλού πρέπει να τελειώσει, όπως επίσης και το παιχνίδι της επίρριψης ευθυνών, γιατί δεν είναι παιχνίδι και δεν υπάρχει χρόνος για κανένα παιχνίδι. Είναι η πραγματικότητα και θα έχει συνέπειες πρώτα απ’ όλα για τον ελληνικό λαό. Στόχος της Συνόδου Κορυφής είναι να βεβαιωθούμε ότι ο ένας καταλαβαίνει τις θέσεις του άλλου και τις συνέπειες των πράξεών μας. Να φύγουν οι ψευδαισθήσεις ότι θα υπάρξει μαγική λύση. Είμαστε κοντά στο σημείο που η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να διαλέξει μεταξύ αυτού που εγώ πιστεύω ότι είναι μια καλή συμφωνία για την παροχή στήριξης ή να βαδίσει προς την πτώχευση» δήλωσε. 

Με τα κρατικά ταμεία να έχουν στεγνώσει και το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης να μην μπορεί να βρει οποιαδήποτε λύση, η κυβέρνηση αποφασίζει να παίξει το χαρτί της ρήξης, για την οποία μιλούσε επί μήνες ο Γιάνης Βαρουφάκης. 

Στη Σύνοδο Κορυφής η κυβέρνηση κατέθεσε μια πρόταση με μέτρα που είχαν ύψος περίπου 8 δισ. ευρώ για να εξασφαλίσει την παράταση του υπάρχοντος προγράμματος. Ηταν, ομολογουμένως, το πιο γενναίο βήμα που είχε κάνει μέχρι τότε. Ομως την επόμενη ημέρα οι θεσμοί ζήτησαν αλλαγές στο μείγμα των μέτρων. Οι μαραθώνιες συζητήσεις που ακολούθησαν δεν έφεραν αποτέλεσμα και ήταν τότε που ο Αλέξης Τσίπρας είπε στον Ντόναλντ Τουσκ ότι δεν πρέπει να υποτιμά μέχρι πού μπορεί να φθάσει ένας λαός όταν αισθάνεται ταπεινωμένος. 

Μοιραίο απόγευμα 

Οι επόμενες ημέρες θα μείνουν χαραγμένες στη μνήμη όλων. Το απόγευμα της 26ης Ιουνίου η Ανγκελα Μέρκελ μίλησε με τον Αλέξη Τσίπρα και του ζήτησε να αποδεχτεί την πρόταση που του είχε γίνει προειδοποιώντας τον για τις συνέπειες. Το ίδιο έκανε ο Φρανσουά Ολάντ και άλλοι Ευρωπαίοι ηγέτες. Ομως η απόφαση είχε ληφθεί: το ίδιο βράδυ ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος και ακολούθησε η ίσως πιο ντροπιαστική παρουσίαση της Ελλάδας στα τηλεοπτικά δίκτυα όλου του κόσμου, με τα ρολόγια που μετρούσαν αντίστροφα έως την ώρα «μηδέν» που η χώρα θα έβγαινε από το πρόγραμμα και θα χρεοκοπούσε. 

Ακολούθησε το αναπόφευκτο κλείσιμο των τραπεζών, οι ουρές, η αγωνία, η συντριπτική νίκη του «όχι» στις 5 Ιουλίου και οι χοροί στο Σύνταγμα. Η ευφορία από το μεθύσι της νίκης κράτησε ελάχιστα. Αντίθετα, το hangover ήταν οδυνηρό και κόστισε πανάκριβα τόσο στους πολίτες όσο και στον ΣΥΡΙΖΑ: το νέο σκληρότατο μνημόνιο πίεσε ακόμα περισσότερο τους ήδη πιεσμένους κατοίκους της χώρας, αλλά σήμανε και το τέλος των ψευδαισθήσεων για τον ΣΥΡΙΖΑ. Από εκεί και μετά η πορεία ήταν μόνο καθοδική.