Η δημόσια επανεμφάνιση του Αλέξη Τσίπρα μέσα από το βιβλίο του «Ιθάκη» άνοιξε έναν νέο κύκλο σεναριολογίας, προσδοκιών αλλά και αμφισβήτησης γύρω από την πιθανή επιστροφή του στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό. Είναι όμως αυτή η κίνηση ένα πραγματικό νέο ξεκίνημα ή μια προσπάθεια επανερμηνείας του παρελθόντος; Ποιοι είναι οι κίνδυνοι, οι αντιστάσεις και τα στρατηγικά ελλείμματα που συνοδεύουν το εγχείρημα; Σε αυτά τα ερωτήματα επιχειρεί να απαντήσει ο διευθυντής ερευνών της Opinion Poll, Ζαχαρίας Ζούπης, αναλύοντας τις πολιτικές ισορροπίες, τα δεδομένα της κοινής γνώμης και τις αντοχές του νέου σχεδίου.
Τι αναφέρει ο Ζαχαρίας Ζούπης
Ας τα πιάσουμε όμως από την αρχή. Έγινε φανερή με την προβολή του βιβλίου του η δυνατότητά του να επηρεάζει την δημοσιότητα, όπως και ότι πρόκειται και για πολιτικό που δεν περνάει αδιάφορος. Μπορεί να επηρεάζει τη δημόσια ατζέντα, κάτι που δεν έχουν δείξει να μπορούν οι άλλοι ηγέτες των υπαρχόντων κομμάτων της αντιπολίτευσης. Αυτό του πιστώνεται. Ας παρατηρήσουμε όμως, ότι στην ιστορία του marketing είναι πολλές οι επιτυχημένες διαφημιστικές καμπάνιες που προκάλεσαν συζητήσεις χωρίς το προϊόν τελικά να πουλήσει. Η πρόκληση του τ. πρωθυπουργού δεν είναι να κερδίσει γενικά τις εντυπώσεις, να πέσουν τα φώτα πάνω του, αλλά να συγκεντρώσει τις αναγκαίες δυνάμεις για να συγκροτήσει τον αναγκαίο φορέα. Αυτήν τη στιγμή δεν γνωρίζουμε το πολιτικό κέρδος, τις φλέβες που έπιασε. Δημοσκοπικά δείγματα έχουμε, αλλά όλη η κατάσταση θα ξεδιπλωθεί όταν ιδρυθεί το «νέο» κόμμα.
Ο κίνδυνος
Σίγουρα πάντως υπάρχει ο κίνδυνος όλα αυτά να λειτουργήσουν όχι ενισχυτικά στην προσπάθεια επανόδου του, αλλά αντίθετα. Ποτέ δεν θα του πρότεινα για παράδειγμα να ξεκινήσει την τελική πορεία του με ένα βιβλίο με την εκδοχή του για μια περίοδο βαθιά χαραγμένη στη συλλογική μνήμη ως μια περίοδος που η χώρα βρέθηκε στα βράχια, έζησε διχασμό, άκουσε για σκίσιμο Μνημονίων και κατάργηση ΕΝΦΙΑ και εισέπραξε ένα 3ο Μνημόνιο πιο βαρύ από τα άλλα δύο και ενώ φαινόταν η όποια διαπραγμάτευση να μπορούσε να ολοκληρωθεί επί κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου ή έστω τον πρώτο, δεύτερο μήνα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Ως μια περίοδος μεθόδευσης ενοχοποίησης πολιτικών αντιπάλων με προστατευμένους ψευδομάρτυρες, ελέγχου των αρμών της εξουσίας και ιδιαίτερα των ΜΜΕ, υπερφορολόγησης της μεσαίας τάξης, των τραγωδιών στη Μάνδρα και στο Μάτι, συνεργασίας με την ακροδεξιά κ.λπ. Ίσως ο Α. Τσίπρας να το υποτιμάει. Ίσως να σκέφτηκε ότι «ας πω τώρα την εκδοχή μου, ας φάω τώρα το ξύλο όπως είπε και ο ίδιος, ώστε να μπορώ να προχωρήσω στην πορεία ανενόχλητος». Λάθος, μεγάλο λάθος.
Όλα αυτά τα γεγονότα είναι πρόσφατα και οι μνήμες πρόσφατες. Ο Α. Τσίπρας το πλήρωσε με συνεχείς βαριές ήττες. Όποτε συγκρούστηκε εκλογικά με τον Κ. Μητσοτάκη στραπατσαρίστηκε. Αν όλα είχαν πάει τόσο καλά όσο περιγράφει στο βιβλίο και στην ομιλία του δήλωσε υπερήφανος, γιατί έχασε με 9,5% διαφορά στις ευρωεκλογές του 2019 και 8,5% στις εθνικές εκλογές του ίδιου έτους; Πώς κατάφερε να χάσει με πάνω από 20% και στις δύο εκλογικές μάχες του 2023, οδηγώντας τον ΣΥΡΙΖΑ από το 32% στο 17%; Ωστόσο ακόμα και σήμερα, πάνω από το 70% των πολιτών βλέπει αρνητικά τον π. πρωθυπουργό. Οι εξελίξεις που ζήσαμε εκείνα τα χρόνια θα τον συνοδεύουν για αρκετά ακόμα χρόνια. Κάθε τι άλλο είναι ψευδαίσθηση. Θα τον συνοδεύουν δε ακόμα πιο έντονα όσο η αίσθηση είναι ότι στο βιβλίο δεν υπάρχει καμία αυτοκριτική και για κάθε στραβό που παραδέχεται, υπάρχει ένοχος αλλά δεν είναι ο ίδιος, αλλά κάποιος βασικός συνεργάτης του. Ο κ. Τσίπρας επανέφερε μια συζήτηση που δεν τον ευνοεί, που ανασύρει μνήμες και σχεδόν αναβιώνει το αντισύριζα μέτωπο. Και αυτό σε μια στιγμή που η ελληνική κοινωνία διψάει για προτάσεις για τα προβλήματά του, για το σήμερα και το μέλλον. Συμβάλλει δε στη δυνατότητα μίας συσπείρωσης της Ν.Δ., γιατί κυρίως της δίνεται η δυνατότητα να αποκτήσει αντίπαλο, να συγκρίνει εποχές, χειρισμούς, πρόσωπα, πρωθυπουργούς. Είναι σίγουρο ότι αυτό αποτελεί ένα πρώτο στρατηγικό πρόβλημα για τον Α. Τσίπρα.
Το δεύτερο στρατηγικό πρόβλημα του Α. Τσίπρα συνδέεται με τον στόχο του, ο οποίος προφανώς είναι από τις πρώτες δημοσκοπήσεις να είναι δεύτερος, εκτοπίζοντας το ΠΑΣΟΚ από αυτήν και αφού του έχει πάρει κάποιες δυνάμεις και προχωρώντας με μια λογική αντικυβερνητικής ενότητας. Πώς θα το καταφέρει όμως αυτό, ποιους θα ενώσει, όταν στο 70-75% που είναι εξ ορισμού απέναντι, προστίθενται και δυνάμεις που «καταχεριάζει» στο βιβλίο του; Η Ζωή Κωνσταντοπούλου π.χ. δεν είναι πια ένα πρόσωπο. Ηγείται κόμματος που αν και πέφτει δημοσκοπικά εμφανίζεται με 7%-10%. Ο Γ. Βαρουφάκης το ίδιο με την δική του δημοσκοπική επίδοση. Όμως και το ΠΑΣΟΚ με αφορμή την αναφορά στη Φ. Γεννηματά επιτέθηκε, ανοίγοντας μέτωπο όχι βέβαια μόνο για αυτόν τον λόγο, αλλά γιατί με καθυστέρηση κατάλαβε τον κίνδυνο. Άρα πώς θα καταφέρει να ενώσει άλλους κατακεραυνώνοντάς τους και άλλους ρίχνοντας ευθύνες όπως στην περίπτωση του κ. Παπά; Πώς θα το κατορθώσει όταν ευτελίζει τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και της νέας Αριστεράς, στέλνοντάς τα –ακόμα και τους προέδρους τους– στον εξώστη και κάνοντας κριτική σε σύσσωμη την αντιπολίτευση, όταν ο ίδιος βουλευτής μέχρι την παραίτησή του δεν είχε διακριθεί και για τις αντιπολιτευτικές παρεμβάσεις του;
Ο κ. Τσίπρας θα προχωρήσει την πορεία του και αναμένεται την ανοιξη να ανακοινώσει το νέο κόμμα. Εκεί είναι η πρόκληση. Ο μέχρι τώρα απολογισμός αναδεικνύει πάντως προβλήματα. Η σύνθεση του Ινστιτούτου δεν έκανε κάποιο γκελ υπό την έννοια της ευρύτητας. Με το βιβλίο θα δούμε δημοσκοπικά τον «λογαριασμό», πάντως η απουσία κάθε αυτοκριτικής ήταν εμφανής. Η εκδήλωση για το βιβλίο έθεσε πολλά ερωτηματικά για το πόσο νέος είναι ο Α. Τσίπρας, για το πόσο μπορεί να παρουσιάσει ένα νέο αφήγημα, για το πόσο μπορεί να ηγηθεί μίας ευρείας κεντροαριστερής παράταξης. Σημείωνα εδώ και καιρό ότι αν δείξει ότι απλά ενώνει τους «ηττημένους» δεν θα πετύχει. Στην εκδήλωση φάνηκε να επαναλαμβάνει τα ίδια σχήματα και γενικόλογα συνθήματα και ότι απευθύνεται σε τμήμα του παλιού ΣΥΡΙΖΑ. Ήταν κάτι σαν reunion στο οποίο έκανε μια ομιλία που θα μπορούσε να κάνει και χρόνια πριν. Από τα πρώτα δείγματα προκύπτουν επομένως προβλήματα. Έχει χώρο; Κατ΄ αρχάς του χάρισαν χώρο, γιατί αν το ΠΑΣΟΚ ήταν σε ένα 18%-19% όσο πέρυσι στις δημοσκοπήσεις και οι ΣΥΡΙΖΑ,ΝΕΑ ΑΡΙΣΤΕΡΑ σε ένα 10%-11%, δεν θα υπήρχαν διάδρομοι. Εκεί ποντάρει. Στην ομολογημένη αδυναμία της αντιπολίτευσης, στην οποία βέβαια κινδυνεύει να γίνει άλλος ένας αδύναμος κρίκος.
Θα δούμε στην πορεία την τύχη και τις επιδόσεις του εγχειρήματος. Το σκηνικό είναι ρευστό. Τίποτα όμως νέο δεν προκύπτει με μεσσιανισμό, με εγωκεντρικό ηγετισμό. Ο Α. Τσίπρας δεν είναι πολιτικός προς υποτίμηση, ωστόσο έχει επωμιστεί μεγάλο ρίσκο, έχει ανεβάσει ψηλά τον πήχη και δεν φαίνεται να είναι κατάλληλα προετοιμασμένος.
Πηγή: Todaypress.gr