Στα μέσα Οκτωβρίου του 2009, ανάμεσα στις διάφορες εκκρεμότητες που έπρεπε να επιλύσει ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ως νέος υπουργός Εθνικής Άμυνας της άρτι εκλεγείσας κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, υπήρχε και ένα «καυτό» θέμα που τα προηγούμενα δύο χρόνια είχε προκαλέσει πολιτική θύελλα. Επρόκειτο για το περίφημο «υποβρύχιο που γέρνει», το «Παπανικολής», το πρώτο από τα γερμανικής σχεδίασης τύπου 214.
Η φήμη ότι το υποβρύχιο «έγερνε», κατά τις πρώτες δοκιμές του στο Κίελο το 2005, είχε δημιουργήσει μια καταθλιπτική ατμόσφαιρα, καθώς από το 2001 έως το 2009 (επί κυβερνήσεων Κ. Σημίτη και Κ. Καραμανλή) είχαν καταβληθεί στους Γερμανούς περίπου 2 δισ. ευρώ, τόσο για τη ναυπήγηση τεσσάρων νέων υποβρυχίων τύπου 214 όσο και για την αναβάθμιση των παλαιότερων τύπου 209.
Η καταθλιπτική ατμόσφαιρα συνδεόταν βεβαίως και με τις «μίζες» για τα εξοπλιστικά που οδήγησαν τον Αχη Τσοχατζόπουλο στη φυλακή, κάτι που καθιστούσε τις συγκεκριμένες συμβάσεις όχι απλώς αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης, αλλά περίπου ανίερες και μολυσματικές. Απότοκο αυτής τις κατάστασης ήταν το «Παπανικολής» να μην παραλαμβάνεται από το ελληνικό Δημόσιο.
Τελικά, κατόπιν των εισηγήσεων του ΓΕΝ, εκείνο τον Οκτώβριο κλήθηκαν στο υπουργείο Εθνικής Αμυνας οι αξιωματικοί του κλιμακίου που παρακολουθούσε τις εργασίες ναυπήγησης του «Παπανικολής» στο Κίελο, οι οποίοι εξήγησαν στον κ. Βενιζέλο ότι το υποβρύχιο τα πήγε περίφημα, με αποκλίσεις που εντάσσονταν απολύτως μέσα σε λογικά όρια. Επισήμαναν οι αξιωματικοί ότι το «Παπανικολής» είναι στην πραγματικότητα το καλύτερο υποβρύχιο που κυκλοφορεί στη διεθνή αγορά με τεχνολογία αναερόβιας πρόωσης (ΑΙΡ), που είναι υποδεέστερη μόνο τις πυρηνικής. Το «Παπανικολής» απέδειξε το αληθές του λόγου εκείνων των αξιωματικών αρκετές φορές, κυρίως όμως κατά την κρίση του περασμένου Αυγούστου, όταν έμεινε επί τουλάχιστον 34 ημέρες κάτω από το νερό, διαδραμαχίζοντας καθοριστικό ρόλο στη διατήρηση ενός θετικού ισοζυγίου έναντι της δράσης των τουρκικών ναυτικών δυνάμεων.
Εκείνη τη στιγμή, όμως, το 2009, η τύχη των υποβρυχίων 214 κρεμόταν από μια κλωστή. Λίγο πριν από τις εκλογές του 2009, η γερμανική HDW (που εν τω μεταξύ είχε εξαγοράσει την ThyssenKrupp), που είχε το πλειοψηφικό πακέτο στα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά, ήταν κατασκευάστρια και υποκατασκευάστρια εταιρεία, αποφάσιζε να καταγγείλει τις συμβάσεις τόσο για τα υποβρύχια 214 όσο και για την αναβάθμιση των τύπου 209. Η κατάσταση ήταν πραγματικά θλιβερή, καθώς τα τρία υποβρύχια που απέμενε να παραδοθούν («Ματρώζος», «Κατσώνης», «Πιπίνος »), παρέμεναν ημιτελή στα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά και, λόγω της λεόντειας σύμβασης που είχε υπογράφει, παρέμεναν στην κυριότητα των Γερμανών. Παράλληλα, έγινε αντιληπτό ότι από τα 800 εκατ. ευρώ που είχαν προβλεφθεί για την αναβάθμιση των παλαιότερων υποβρυχίων του Πολεμικού Ναυτικού (Π.Ν.) τύπου 209, πάνω από τα μισά (450 εκατ.) είχαν δαπανηθεί μόνο για την αναβάθμιση του ενός («Ωκεανός»).
Περίπλοκη διαπραγμάτευση
Επειτα από μια δαιδαλώδη και περίπλοκη διαπραγμάτευση με τους Γερμανούς, τον επενδυτή που πρότειναν, τον Ισκαντάρ Σάφα της Abu Dhabi Mar (συμφερόντων Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων), βρέθηκε μια λύση για τα ναυπηγεία και, ταυτόχρονα, όλα τα υποβρύχια πέρασαν στην κυριότητα του ελληνικού Δημοσίου. Η σύμβαση του 2010 πρόσθεσε την επιλογή ναυπήγησης ακόμη δύο υποβρυχίων τύπου 214, ακυρώνοντας την αναβάθμιση των υπόλοιπων 209, καθώς κρινόταν ασύμφορη. Ο νόμος Βενιζέλου έλυσε σωρεία εκκρεμοτήτων και προβλημάτων και κατάργησε και τα «αμαρτωλά» αντισταθμιστικά ωφελήματα. Ομως, την ώρα που ξεκινούσε ένας δεύτερος γύρος αντιδικίας, ανάμεσα στο ελληνικό Δημόσιο και στη νέα ιδιοκτησία των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά, το Π.Ν. αντιμετώπιζε ορισμένα πολύ πρακτικά προβλήματα.
Τον Δεκέμβριο του 2010, το «Παπανικολής», έπειτα από έξι χρόνια εκκρεμότητας, έπλεε στον Ναύσταθμο Σαλαμίνας σε κλίμα συγκίνησης, αλλά και προβληματισμού. Τα υπόλοιπα τρία υποβρύχια καθώς και το υπό αναβάθμιση «Ωκεανός» παρέμεναν ημιτελή στα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά, με το έργο που υπολειπόταν να χρησιμοποιείται ως μοχλός πίεσης από τη νέα ιδιοκτησία, παρότι πληρώνονταν κανονικά οι δόσεις. Τελικά, αποφασίστηκε να «παγώσει» η καταβολή δόσεων από το ελληνικό Δημόσιο. Τα υποβρύχια έμπαιναν σε κίνδυνο καταστροφής, καθώς, δίχως τις απαραίτητες εργασίες, συσσωρευτές και άλλες συσκευές κινδύνευαν να μείνουν δίχως συντήρηση. Τελικά ελήφθησαν αποφάσεις που δεν θα ήταν δυνατές αν το 2014 ο τότε υπουργός Εθνικής Αμυνας Δημήτρης Αβραμόπουλος δεν έτεινε ευήκοον ους στον αρχηγό ΓΕΝ Ευάγγελο Αποστολάκη, ο οποίος, έπειτα από μελέτη που πραγματοποιήθηκε από το Επιτελείο, πρότεινε να ολοκληρωθούν τα υποβρύχια από το Π.Ν. στον Σκαραμαγκά.
Ο κ. Αβραμόπουλος και ο τότε υπουργός Ανάπτυξης Κωστής Χατζηδάκης στήριξαν την επιλογή φέρνοντας το σχετικό νομικό πλαίσιο στη Βουλή. Παρά το γεγονός ότι, λόγω τις αντιδικίας με τους Γερμανούς, αρκετές από τις εταιρείες που είχαν σχέσεις με την ThyssenKrupp δεν συνεργάζονταν, με ένα κόστος συνολικά 75 εκατ. ευρώ, τη συνεργασία των εργαζομένων από τα Ναυπηγεία, το Π.Ν. κατόρθωσε και παρέδωσε το δεύτερο υποβρύχιο («Πιπίνος») το 2014, εντός τριών μηνών. Τα περισσότερα από τα χρήματα κατευθύνθηκαν σε αμοιβές και ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων, κάποιοι από τους οποίους είχαν να πληρωθούν ακόμη και τρία χρόνια. Τον Ιανουάριο και τον Ιούνιο του 2015 παραδόθηκαν και τα υπόλοιπα δύο («Ματρώζος», «Κατσώνης») και το ολοκληρωμένο «Ωκεανός».
Η αφήγηση μπορεί να μοιάζει γραμμική, αλλά στην πραγματικότητα επρόκειτο για μια περίοδο που ήταν γεμάτη παγίδες. Η ίδια η εισήγηση Αποστολάκη στον Αβραμόπουλο είχε τότε αντιμετωπισθεί στο εσωτερικό του Ναυτικού με σκεπτικισμό, αν όχι φόβο, καθώς αρκετοί θεωρούσαν ότι ένα τέτοιο εγχείρημα θα μπορούσε να επιφέρει κατηγορίες για διαχείριση χρημάτων και έργου που υπό φυσιολογικέε συνθήκες το Π.Ν. δεν μπορεί να κάνει. Πηγές με γνώση των εξελίξεων εκείνες τις ημέρες ανέφεραν ότι οι κ. Αβραμόπουλος και Αποστολάκης συμφωνούσαν απολύτως πως είναι αδιανόητο τα υποβρύχια να «σαπίσουν» στα ναυπηγεία. Οι ίδιες πηγές επισημαίνουν ότι για τη διαδικασία και τα προβλήματα που αντιμετωπίστηκαν προκειμένου τα υποβρύχια αυτά να τεθούν σε επιχειρησιακή λειτουργία μπορεί να γραφτεί ολόκληρος τόμος.
Από πολλές απόψεις η ολοκλήρωση της επιχειρησιακής λειτουργικότητας των υποβρυχίων τύπου 214 ήλθε πριν από λίγες ημέρες, με την απόφαση του υπουργού Εθνικής Αμυνας Νίκου Παναγιωτόπουλου να προχωρήσει στην προμήθεια νέων τορπιλών βαρέος τύπου, την αναβάθμιση υφιστάμενων, αλλά και την αγορά νέων συσσωρευτών και αντιμέτρων. Το επόμενο στοίχημα για την Αθήνα είναι η ναυπήγηση και των δύο ακόμα υποβρυχίων τύπου 214 που προβλέφθηκαν από τη σύμβαση του 2010, κάτι που θα μετέτρεπε το Π.Ν. σε μια υπολογίσιμη δύναμη στον τομέα των υποβρυχίων σε περιφερειακό επίπεδο. Υπενθυμίζεται ότι τα υποβρύχια 214 έχουν ζητηθεί (και έχουν παραχωρηθεί) δύο φορές για τη συνοδεία Δύναμης Κρούσης αμερικανικών αεροπλανοφόρων.
του Βασίλη Νέδου από την Καθημερινή