Ψήφο εμπιστοσύνης στην Άννα Διαμαντοπούλου ως υποψήφια για τη διαδοχή του στο τιμόνι του ΟΟΣΑ δίνει μέσω της αποκλειστικής του συνέντευξης στην Μαρία Βασιλείου για τα «ΝΕΑ Σαββατοκύριακο» ο γενικός γραμματέας του Οργανισμού Ανχελ Γκουρία.
Θετική άποψη έχει επίσης για τον τρόπο ανταπόκρισης της ελληνικής κυβέρνησης στην πανδημία, προειδοποιώντας όμως, λόγω του δεύτερου κύματος, για ισχνότερη ανάκαμψη το 2021, ενώ η επιστροφή σε προ COV1D-19 επίπεδα τοποθετείται πλέον προς το 2022. Παράλληλα, ο έμπειρος επικεφαλής του ΟΟΣΑ προτείνει στην Ελλάδα να χρησιμοποιήσει όλα τα εργαλεία της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης έναντι του COVID-19, ενώ τονίζει ότι θα ήταν λάθος να διακοπούν πολύ νωρίς τα συστήματα στήριξης, περιλαμβανομένου του προγράμματος της ΕΚΤ.
«Είμαι ενθουσιασμένος με την ελληνίδα υποψήφια για τη θέση του γενικού γραμματέα. Είναι εξαιρετική υποψήφια με πολύ καλό προφίλ και μεγάλη εμπειρία και εισάγει ποιότητα στη διαδικασία. Έχουμε πολύ καλούς και έμπειρους υποψηφίους και ο ΟΟΣΑ θα διοικηθεί σωστά» δηλώνει ο Γκουρία στην αρχή της τηλεφωνικής μας συνομιλίας, πριν περάσουμε στις προκλήσεις της κορωνο-κρίσης.
«Η σημαντικότερη ίσως διαφορά μεταξύ της σημερινής και της χρηματοπιστωτικής κρίσης είναι ότι τότε γνωρίζαμε το κόστος διάσωσης. Ήταν θέμα απόφασης. Σήμερα δεν γνωρίζουμε το κόστος, ούτε πόσο θα κρατήσει η κρίση. Ο ιός θέτει το πλαίσιο και μέχρι το εμβόλιο και τη θεραπεία η κατάσταση θα είναι δύσκολη» δηλώνει ο επικεφαλής του ΟΟΣΑ. Ανατρέχοντας σε προβλέψεις του Οργανισμού, ο Γκουρία θυμίζει ότι στις τελευταίες προβλέψεις «είχαμε πει ότι δεν θα είναι τόσο κακή η κατάσταση». Όμως, σπεύδει να σημειώσει, καθώς η πανδημία αναζωπυρώνεται, ότι «μεγαλύτερη πίεση στο τέταρτο τρίμηνο, στο οποίο βρισκόμαστε ήδη, με περισσότερα κρούσματα, νοσηλείες και περισσότερα τοπικά λοκντάουν σημαίνει ότι η ανάκαμψη που προβλέπαμε για το 2021 θα είναι τώρα ασθενέστερη, ότι στο τέλος του 2021 θα παραμένουμε κάτω από τα προ κορωνοϊού επίπεδα και ότι θα φτάσουμε στο επίπεδο του τέλους του 2019 προς το 2022. Οι συνέπειες αφορούν την Ελλάδα, την Ευρώπη, αλλά και τον υπόλοιπο κόσμο. Δείτε τι συμβαίνει στη χώρα μου, το Μεξικό, σε Βραζιλία, Ινδία, ΗΠΑ, εδώ στη Γαλλία (η έδρα του ΟΟΣΑ είναι στο Παρίσι), σε Ισπανία, Ιταλία, Ολλανδία, Κεντρική Ευρώπη. Η κατάσταση χειροτερεύει, ενώ φαινόταν ότι είχε ελεγχθεί» λέει ο επικεφαλής του ΟΟΣΑ, δίνοντας εμμέσως μια πρόγευση των επόμενων εκτιμήσεων του Οργανισμού.
Θυμίζει ότι ο Οργανισμός προέβλεψε για την Ελλάδα ότι στο σενάριο του διπλού πλήγματος η ύφεση θα είναι 9,8% φέτος και η ανάκαμψη 2,3% το 2021, ενώ σε κατάσταση μονού πλήγματος η ύφεση θα ήταν 8% φέτος, η ανάκαμψη 4,5% την επόμενη χρονιά. «Λόγω του δεύτερου κύματος, καθώς πηγαίνετε στο επόμενο έτος με ασθενέστερη οικονομία, η ανάκαμψη αργότερα στον χρόνο θα είναι μικρότερη» επισημαίνει, παρότι θεωρεί ότι «η Ελλάδα έχει ανταποκριθεί καλά» στην πανδημία. «Στις 23 Οκτωβρίου είχατε συνολικά 27.000 κρούσματα και 534 νεκρούς, αριθμός που αντιστοιχεί σε πολλά κράτη στους νεκρούς μίας μέρας. Η κυβέρνηση παρείχε ουσιαστική στήριξη στο σύστημα υγείας, αντέδρασε γρήγορα με ισχυρό λοκντάουν, στήριξε τους κλάδους, τις μικρομεσαίες, τον τουρισμό, εφάρμοσε εργασία μικρής διάρκειας. Στην ανάκαμψη είναι ευκαιρία για την Ελλάδα να προχωρήσει σε αναμόρφωση της οικονομίας, σε βελτίωση της ανταπόκρισης του δημόσιου τομέα, σε απλοποίηση ρυθμιστικών πλαισίων». Τονίζει όμως, παράλληλα, ότι «είναι ψευδές το δίλημμα να επιλέξετε μεταξύ της υγείας και του βιοπορισμού, επικεντρωθείτε στην υγεία και όταν έχουμε εμβόλιο, να διασφαλίσετε ότι είναι προσβάσιμο και προσιτό σε όλους».
Στο ερώτημα πώς να χρησιμοποιήσει η χώρα μας τους ευρωπαϊκούς πόρους ανάκαμψης ο Γκουρία εξέφρασε κατ’ αρχάς την ελπίδα «να είναι διαθέσιμοι γρήγορα». Συνεχίζοντας, αναφέρθηκε στις τρεις πηγές χρηματοδότησης, τις επιχορηγήσεις και τα δάνεια του Next Generation EU, αλλά και τα δάνεια του ESM. «Πρώτον υπάρχουν τα χρήματα, που συνδέονται με τον όρο να χρησιμοποιηθούν για υγειονομικές δαπάνες της πανδημίας, δεύτερον στο πακέτο των 750 δισ. ευρώ υπάρχουν επιχορηγήσεις και υπάρχουν και δάνεια με ευνοϊκούς όρους για επιτόκια και περιόδους αποπληρωμής. Όλα τα εργαλεία πρέπει να χρησιμοποιηθούν για να ενισχύσουν την ικανότητα της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει την πανδημία. Στην ανάκαμψη θα πρέπει να δοθεί έμφαση σε επενδύσεις, σε δημόσιες επενδύσεις, στο τραπεζικό σύστημα». Ειδικά για το τραπεζικό σύστημα, σημειώνει ότι πρέπει «να διασφαλιστεί ότι είναι υγιές και ισχυρό, ότι οι τράπεζες δανείζουν τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που χρειάζονται ρευστότητα, και εδώ είναι κρίσιμης σημασίας οι κρατικές εγγυήσεις για να μειωθεί ο κίνδυνος στις τράπεζες».
Ως γνώστης της ελληνικής οικονομίας – θυμάται, άλλωστε, τα πολλά του ταξίδια στην Αθήνα και τη συνεργασία του με όλους ανελλιπώς τους πρωθυπουργούς της χώρας κατά τα τελευταία 15 χρόνια ως επικεφαλής του ΟΟΣΑ – τον ρωτάμε αν ανησυχεί για τα ελληνικά σπρεντ όταν τελειώσει το πρόγραμμα της ΕΚΤ. «Εμείς προτείνουμε να συνεχιστεί το πρόγραμμα της ΕΚΤ. Θα ήταν μεγάλο λάθος να διακοπούν πολύ νωρίς τα συστήματα στήριξης, συμπεριλαμβανομένου του προγράμματος της ΕΚΤ» τονίζει. Επεξηγεί ότι είναι απαραίτητο να συνεχιστεί η χρηματοδότηση των τραπεζών και κατ’ επέκταση της πραγματικής οικονομίας. Επιπλέον, τονίζει ότι «ξαφνική διακοπή του προγράμματος στήριξης της ΕΚΤ θα σημάνει ισχυρή αύξηση των σπρεντ». Εδώ, επισημαίνει ότι «η Ελλάδα έχει υψηλή αναλογία χρέους – ΑΕΠ, το δεύτερο μεγαλύτερο μετά την Ιαπωνία, αλλά κάθε κράτος θα δει αύξηση της αναλογίας χρέους – ΑΕΠ το 2020 και μέχρι το 2021 λόγω των προγραμμάτων στήριξης. Δεν πρέπει να κοιτά κανείς το ζήτημα του χρέους αυτή τη στιγμή. Άλλωστε, η αναλογία εξαρτάται και από το ΑΕΠ. Πρέπει να σταματήσουμε την πτώση του ΑΕΠ στηρίζοντας την οικονομία και τους ανθρώπους που έχασαν τη δουλειά τους, διότι η κατανάλωση θα βοηθήσει να κινηθεί η οικονομία, να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη. Δεν είναι ελληνικό πρόβλημα. Είναι το πιο διεθνοποιημένο πρόβλημα που έχουμε συναντήσει στη διάρκεια της ζωή μας με σοβαρότατες επιπτώσεις σε οικονομία, υγεία, κοινωνία. Δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, αλλά όλες τις χώρες».
Όλες τις χώρες αφορά κατά τον γενικό γραμματέα επίσης η πράσινη ανάπτυξη και η ψηφιοποίηση των οικονομιών. «Η σημαντικότερη δια-γενεαλογική ευθύνη που έχουμε είναι η προστασία του πλανήτη» τονίζει, ενώ θεωρεί αναπόφευκτη την ψηφιοποίηση. «Έχουμε ήδη αναγκαστεί να γίνουμε περισσότερο ψηφιοποιημένοι» λέει.