Περισσότερα από πέντε δισεκατομμύρια ευρώ υπολογίζεται ότι βρίσκονται κρυμμένα στα ελληνικά σπίτια, σε θυρίδες, ακόμη και κάτω από στρώματα, με τη μορφή χρυσών λιρών και άλλων νομισμάτων αξίας. Πρόκειται για φαινόμενο που παρατηρείται κάθε φορά που υπάρχει αίσθημα ανασφάλειας στην κοινωνία· μάλιστα, ενισχύεται καθώς η αποταμίευση σε πολύτιμα μέταλλα λειτουργεί για πολλούς ως ασπίδα απέναντι στις αβεβαιότητες της εποχής.

Μέσω της Τράπεζας της Ελλάδος και της Τράπεζας Πειραιώς, των μόνων θεσμικά κατοχυρωμένων οργανισμών για αγοραπωλησίες χρυσής λίρας, διακινούνται κάθε χρόνο περίπου 200.000 λίρες. Οι αριθμοί των επίσημων φορέων είναι αποκαλυπτικοί, δείχνοντας τον όγκο της ζήτησης, εντός και εκτός τράπεζας. Όσοι γνωρίζουν καλά την αγορά εξηγούν ότι η επίσημη κίνηση αντιστοιχεί μόνο σε ένα μέρος των συνολικών συναλλαγών. Πολλές αγορές γίνονται μέσω βεβαρημένων τιμών στην ιδιωτική αγορά ή παραμένουν απολύτως αδήλωτες, καθιστώντας δύσκολη τη συνολική αποτίμηση του φαινομένου.

Για πολλούς Έλληνες η διατήρηση χρυσού σε φυσική μορφή αποτελεί ένα είδος παράδοσης που περνά από γενιά σε γενιά και δεν είναι απλώς μια επενδυτική επιλογή. Από τα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου μέχρι την οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας, η χρυσή λίρα απέκτησε συμβολική και πρακτική αξία. Θεωρείται ως ένα περιουσιακό στοιχείο που διατηρεί την αξία του, δεν εξαρτάται από τράπεζες και δεν επηρεάζεται από πτωχεύσεις ή capital controls. Σε περιόδους αβεβαιότητας, όπως η σημερινή, η ζήτηση επιστρέφει δυναμικά. Οι επενδυτές στρέφονται στον χρυσό με την ίδια ευκολία που στο παρελθόν στρέφονταν στα ομόλογα ή στις καταθέσεις, εκφράζοντας παράλληλα μια βαθύτερη καχυποψία απέναντι στο τραπεζικό σύστημα, παρά τη σταθεροποίηση των τελευταίων ετών.

Ωστόσο, οι εξελίξεις στη διεθνή αγορά και οι προειδοποιήσεις που απευθύνει η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS) δημιουργούν ένα δεύτερο επίπεδο συζήτησης. Η BIS παρακολουθεί στενά την αύξηση της τιμής του χρυσού, τις επενδυτικές ροές και τις κινήσεις των κεντρικών τραπεζών, και το μήνυμα που στέλνει δεν είναι καθησυχαστικό. Η ζήτηση για χρυσό παγκοσμίως καλπάζει, συχνά με ρυθμούς που δεν δικαιολογούνται αποκλειστικά από τα θεμελιώδη μεγέθη της αγοράς. Το γεγονός αυτό οδηγεί τους διεθνείς αναλυτές να μιλούν για κίνδυνο δημιουργίας φούσκας, ιδιαίτερα σε μια περίοδο όπου οι επενδυτές αναζητούν απεγνωσμένα ασφαλή καταφύγια λόγω γεωπολιτικών εντάσεων, πληθωριστικών πιέσεων και ασταθών επιτοκίων.

Η απόφαση της BIS να χτυπήσει καμπανάκι για την αγορά χρυσού είναι αξιοσημείωτη καθώς πρόκειται για τον οργανισμό που βοηθά τις κεντρικές τράπεζες να κάνουν συναλλαγές στο πολύτιμο μέταλλο και το αποθηκεύει για λογαριασμό τους. Η ανησυχία εστιάζεται κυρίως στο ότι η τιμή του χρυσού έχει εκτιναχθεί κατά 60% μέσα στη χρονιά, καταγράφοντας την καλύτερη επίδοση από το 1979, ενώ και οι αμερικανικές μετοχές, ενισχυμένες κυρίως από τις μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες που επωφελούνται από την τεχνητή νοημοσύνη, καταγράφουν σημαντικά κέρδη.

Η BIS επισημαίνει ότι η υπερσυγκέντρωση περιουσιακών στοιχείων σε χρυσό μπορεί να αποδειχθεί προβληματική εάν η αγορά διορθώσει απότομα. Οι τιμές του χρυσού έχουν καταγράψει ιστορικά ρεκόρ τα τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα ορισμένοι να επενδύουν ποσά που υπερβαίνουν τις πραγματικές τους δυνατότητες. Σε ένα τέτοιο σενάριο, μια απότομη πτώση θα μπορούσε να πυροδοτήσει σοβαρές απώλειες, ειδικά σε νοικοκυριά που τοποθετούν μεγάλο μέρος των αποταμιεύσεών τους σε φυσικό χρυσό.

Η ανησυχία αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι μεγάλο μέρος του χρυσού βρίσκεται εκτός των θεσμικά ελεγχόμενων καναλιών, κάτι που καθιστά δύσκολη τη συνολική αποτίμηση της έκθεσης της κοινωνίας σε πιθανές διακυμάνσεις. Οι ειδικοί της αγοράς, τόσο συλλέκτες όσο και οι επιχειρηματίες στον κλάδο του χρυσού, καλούν τους πολίτες, τις τράπεζες και τους επενδυτικούς φορείς να κινηθούν με σύνεση, γνωρίζοντας ότι ακόμη και το πιο πολύτιμο μέταλλο δεν είναι άτρωτο στις ανατροπές της οικονομίας.