Εγκλωβισμένοι στη Μόρια της Λέσβου παραμένουν 15.000 πρόσφυγες και μετανάστες. Λόγω της πανδημίας δεν επιτρέπεται πλέον ούτε να βγουν από τον καταυλισμό. Κάποιοι από αυτούς εκφράζουν την αγωνία τους μέσω ίντερνετ.
“Μπορεί να παρατείνουν το λόκ-ντάουν, μπορεί και όχι. Ο εγκλεισμός είναι δύσκολος για όλους εδώ, όταν δεν μπορείς να βγεις έξω, τρελαίνεσαι…” λέει ο Ομίντ Αλιζάντα, ένας από τους χιλιάδες μετανάστες που παραμένουν εγκλωβισμένοι στον καταυλισμό της Μόριας, στη Λέσβο. Λόγω της πανδημίας απαγορεύεται να εγκαταλείψουν τον χώρο του καταυλισμού, παρά μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις, για παράδειγμα για ιατρικές εξετάσεις. Απαγορεύεται όμως και η πρόσβαση των δημοσιογράφων στον καταυλισμό. Δεν απομένει παρά η τηλεφωνική επικοινωνία, επισημαίνει ο ανταποκριτής της Γερμανικής Ραδιοφωνίας (SWR) στην Αθήνα.
“Κάποιοι είναι δύο, τρία χρόνια εδώ”, λέει ο Ομίντ Αλιζάντα. “Η Μόρια είναι ένας τόπος ξεχασμένος, με ανθρώπους ξεχασμένους…” Σε μία προσπάθεια να υπενθυμίσουν την ύπαρξή τους, κάποιοι από τους εγκλωβισμένους δημοσιεύουν εκκλήσεις συμπαράστασης στο ίντερνετ. Όπως μία γυναίκα από το Αφγανιστάν, που αναφέρει τα εξής: “Είμαστε τρεις γυναίκες από το Αφγανιστάν και ζούμε σε ένα αντίσκηνο, μαζί με την επτάχρονη κόρη μου. Κάθε βράδυ γίνονται φασαρίες, καμιά φορά βγαίνουν τα μαχαίρια… Αισθανόμαστε ανασφάλεια, η Μόρια είναι η κόλαση επί γης, παρακαλούμε τα Ηνωμένα Έθνη να μας βοηθήσουν”.
“Θέλω να σπουδάσουν τα παιδιά μου”
Έκκληση για βοήθεια απευθύνει και ένας άνδρας που ζει σε αντίσκηνο μαζί με τους δύο γιους του. “Γεννήθηκα και μεγάλωσα στον πόλεμο”, λέει ο ίδιος. “Στον πόλεμο γεννήθηκαν και τα παιδιά μου, αλλά δεν θέλω να μεγαλώσουν στον πόλεμο και να γίνουν εξτρεμιστές, θέλω να σπουδάσουν, γι αυτό είμαι εδώ. Παρακαλώ την ΕΕ: Πάρτε μας, εμάς τους πρόσφυγες, να σπουδάσουν τα παιδιά μας, να γίνουν χρήσιμοι στην κοινωνία…” Περισσότεροι από 15.000 πρόσφυγες και μετανάστες συνωστίζονται και σήμερα στη Μόρια. Πριν από έξι μήνες ήταν σχεδόν 20.000, αλλά ο ένας στους τέσσερις τελικά μεταφέρθηκε στην ηπειρωτική Ελλάδα. Και πάλι όμως οι συνθήκες είναι πολύ δύσκολες, καθώς ο καταυλισμός της Μόριας είχε κατασκευαστεί για να φιλοξενήσει το πολύ 3.000 ανθρώπους.
Όλοι ονειρεύονται μία φυσιολογική ζωή, κάπου στην Ευρώπη. Αυτό το όνειρο φαίνεται να γίνεται πραγματικότητα, αλλά για πολύ λίγους: 120 ανήλικοι, που έχασαν τους γονείς τους στον πόλεμο και βρέθηκαν μόνοι στη Μόρια ή άλλους ελληνικούς καταυλισμούς, έχουν μεταφερθεί στη Γερμανία, τη Φινλανδία ή την Πορτογαλία για να αρχίσουν εκεί μία καλύτερη ζωή. Ωστόσο, εκατοντάδες ανήλικοι παραμένουν και σήμερα στη Μόρια. Μπορούν άραγε να πάνε στο σχολείο; “Όχι, σχολείο δεν υπάρχει”, λέει ο Ομίντ Αλιζάντα. “Αλλά ο χώρος στον οποίο μένουν οι ανήλικοι είναι πιο ασφαλής. Μένουν σε κοντέινερ, έχουν ιατρική περίθαλψη. Εκεί μπορείς να αντέξεις λίγο καλύτερα τις συνθήκες και το κυριότερο: Μπορείς να κοιμηθείς λίγο καλύτερα”.
Ραντεβού τον …Αύγουστο του 2021
Για τον Ομίντ Αλιζάντα ο ύπνος είναι ίσως το μεγαλύτερο πρόβλημα στα αντίσκηνα. Ο ίδιος ήρθε στη Μόρια τον περασμένο Νοέμβριο, μαζί με τη γυναίκα του και τον γιο τους. Πάντα ήταν άσχημες οι συνθήκες διαβίωσης, λέει, αλλά ειδικά το καλοκαίρι “είναι ακόμη χειρότερα με τον καύσωνα. Είναι φοβερό να είσαι συνέχεια μέσα στο αντίσκηνο, μέσα έχει πιο πολλή ζέστη απ’ ότι έξω…”
Όλα δείχνουν ότι θα μείνει για πολύ ακόμη σε αυτό το αντίσκηνο. Το ραντεβού για συνέντευξη στην υπηρεσία ασύλου έχει κλειστεί για τον Αύγουστο του 2021. Μέχρι τότε “θα πρέπει να περιμένω, δεν έχω άλλη επιλογή”, λέει ο Ομίντ Αλιζάντα.
Πηγή: Deutsche Welle