Πέθανε ο άνθρωπος που νίκησε τον Δία… και μάλιστα δύο φορές, ως παλαιστής ονόματι Zeus και στο κινηματογραφικό πλατό του «No holds barred» («Χωρίς Κανόνες», όπως αποδόθηκε στα ελληνικά ο τίτλος της τηλεοπτικής επιτυχίας του Χαλκ Χόγκαν, στα τέλη της δεκαετίας του ’80) και στο ρινγκ του Wrestling. Και τις δύο φορές παλεύανε «στα ψεύτικα».
Ο Χαλκ Χόγκαν, όμως, πέθανε, στις 24 του φετινού Ιουλίου, αληθινά. Εγώ τον είδα να χάνει μόνον από τον «Έσχατο Πολεμιστή» που κάποια μικρότερα παιδιά στη γειτονιά, λιγότερο προχωρημένα στα αγγλικά και στις ευκαιρίες, τον λέγανε «Ινδιάνο». Εκείνος είχε πεθάνει ακόμη πιο πρόωρα, όπως οι περισσότεροι από τους φουσκωμένους «Γίγαντες του Κατς» της νιότης μας.
Ο Χόγκαν νίκησε επίσης τον «Άντρε, τον γίγαντα», τον «Σεισμό» και πήρε πίσω τη ζώνη του πρωταθλητή από τον «Λοχία Σφαγέα», παρότι τον τελευταίο τον μανατζάριζε, την περίοδο της (αληθινής) εισβολής του Σαντάμ Χουσεΐν στο Κουβέιτ και των αμερικανικών αντιποίνων στο Ιράκ, ο «Ιρακινός (ψευτο-)Στρατηγός» General Adnan…
Όπως μου έγραψε σχετικά ο φίλος και συμμαθητής μου, Νίκος, με τον οποίο βλέπαμε μαζί τους άγωνες του Χόγκαν στο γυμνάσιο: «Όταν σταμάτησε το Eurosport να αναμεταδίδει WWF (αγώνες της παγκόσμιας ομοσπονδίας wrestling) ήταν σκέτη τραγωδία, θυμάμαι». Τις φιγούρες των παλαιστών, ανάμεσά τους και του Χαλκ Χόγκαν, κάπου πρέπει να τις έχει κι εκείνος -μου λέει- στη Λάρισα. «Βλέπεις πάντως πως στην Αμερική το wrestling ήταν και είναι κάτι ανάλογο μυθολογικής αναπαράστασης για το κοινό των ιδανικών τους, των φόβων τους και των ελπίδων τους», συνεχίζει.
Μπαίνοντας στο ρινγκ, ο Χόγκαν συνήθιζε να σκίζει την μπλούζα του, προκαλώντας φρενίτιδα ενθουσιασμού στους οπαδούς του. Δεν ήταν η «ιερή οργή», δεν ήταν η «μάνητα του ξακουστού Αχιλλέα» που ο Όμηρος καλεί τη θεά της ποίησης να την τραγουδήσει, ξεκινώντας την Ιλιάδα και την εξιστόρηση των αληθινών πολεμικών αγώνων Ελλήνων και Τρώων, αλλά το επικοινωνιακό προοίμιο ενός πολύ καλά στημένου εμπορικού show, με μανιχαϊστικές απλοϊκότητες «καλών» - «κακών», κατασκευασμένες αντιπαλότητες και χαλκευμένες μάχες. Μια «μίμηση πράξεως» που για αυτό, τις περισσότερες φορές, κατέληξε στην πρόωρη απώλεια των φουσκωμένων από τα αναβολικά «γιγάντων του κατς», δηλαδή σε τραγωδία.
«Ο δε αρχιερεύς διαρρήξας τους χιτώνας αυτού λέγει· τι έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων ίδε νυν ηκούσατε την βλασφημίαν», λένε οι γραφές για τον ψεύτικο θυμό του Καϊάφα στη δίκη του Ιησού, μπροστά στους ψευδομάρτυρες, που βρίσκει το σύγχρονο ψευδο-ανάλογό του στο συλλογικό ασυνείδητο της παραδομένης στο εμπορικό θέαμα Αμερικής, στη «μίμηση θυμού» του Χαλκ Χόγκαν, μπροστά στη βλασφημία της ψευδομαρτυρίας της ψεύτικης πάλης.
Ναι, πράγματι, αυτό ήταν ο Χαλκ Χόγκαν. Ένας «παραχαράκτης του θυμού και του αγώνα», ένας «χαλκεύς του ενθουσιασμού» και των κανόνων του, ή μάλλον των μη κανόνων. Γιατί, σε αυτόν τον αληθινά στημένο αγώνα που λέγεται ζωή, νιότη, μεσοκοπιά και γήρας δεν υπάρχουν κανόνες, εκτός από έναν… πως κάποια στιγμή πεθαίνουν τα παιδικά και εφηβικά χρόνια όλων μας. Πεθαίνουν αληθινά, σε αυτήν την αδυσώπητη και αχαλίνωτη μάχη της φθοράς και του χρόνου, μαζί με τις φιγούρες που τα συντρόφευσαν και ας πάλευαν «στα ψεύτικα»…
Καλοστραθιά, Hulk Hogan!