Η βρετανική κυβέρνηση προωθεί νέο νομοσχέδιο που στοχεύει στην απαγόρευση των διαδηλώσεων έξω από τα σπίτια εκλεγμένων αξιωματούχων, δικαστών και τοπικών συμβούλων, στο πλαίσιο των προσπαθειών της να περιορίσει τα φαινόμενα παρενόχλησης και εκφοβισμού στον δημόσιο βίο.

Σύμφωνα με το σχέδιο νόμου, η αστυνομία θα αποκτά την εξουσία να σταματά συγκεντρώσεις που επιχειρούν να επηρεάσουν αξιωματούχους είτε κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, είτε στην προσωπική τους ζωή. Όσοι παραβιάζουν τη νομοθεσία κινδυνεύουν με ποινή φυλάκισης έως έξι μηνών.

«Το επίπεδο κακοποίησης που αντιμετωπίζουν όσοι συμμετέχουν στη βρετανική πολιτική είναι πραγματικά σοκαριστικό — αποτελεί απειλή για τη δημοκρατία μας», δήλωσε ο υπουργός Ασφαλείας Νταν Τζάρβις, τονίζοντας πως «οι άνθρωποι πρέπει να μπορούν να συμμετέχουν στην πολιτική χωρίς να ανησυχούν για τη δική τους ασφάλεια ή αυτή της οικογένειάς τους».

Πρόσφατη κοινοβουλευτική έρευνα αποκάλυψε ότι το 96% των Βρετανών βουλευτών έχει δεχθεί παρενόχληση, ενώ σύμφωνα με ανεξάρτητη αρχή που επιβλέπει τις εκλογές, περισσότεροι από τους μισούς υποψήφιους στις τελευταίες γενικές εκλογές είχαν αντιμετωπίσει απειλές ή εκφοβισμό.

Τα τελευταία χρόνια, αρκετοί πολιτικοί έχουν γίνει στόχοι διαμαρτυριών έξω από τα σπίτια τους. Πριν τις εκλογές του 2024, ο σημερινός πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ είχε δεχθεί παρέμβαση φιλοπαλαιστίνιων ακτιβιστών, που τοποθέτησαν παιδικά παπούτσια και πανό έξω από το σπίτι του στο Λονδίνο, ζητώντας εμπάργκο όπλων στο Ισραήλ. Αντίστοιχα, το 2023 ακτιβιστές για το κλίμα είχαν συγκεντρωθεί έξω από τα σπίτια του τότε πρωθυπουργού Ρίσι Σούνακ, στο Λονδίνο και το Νορθ Γιόρκσαϊρ.

Το νομοσχέδιο προβλέπει επίσης νέα αδικήματα που σχετίζονται με μορφές διαμαρτυρίας όπως η αναρρίχηση σε μνημεία πολέμου, η χρήση φωτοβολίδων ή πυροτεχνημάτων και η κάλυψη του προσώπου για απόκρυψη ταυτότητας.

Οι υπουργοί υποστηρίζουν ότι τα μέτρα είναι αναγκαία για να προστατεύσουν τους δημοκρατικούς θεσμούς και να ενισχύσουν τη δημόσια ασφάλεια, ωστόσο οι επικριτές προειδοποιούν ότι το νέο πλαίσιο ενδέχεται να οδηγήσει σε περιορισμό του δικαιώματος διαμαρτυρίας.