Ψηφίστηκε κατά πλειοψηφία επί της αρχής του, από την αρμόδια επιτροπή της Βουλής, το νομοσχέδιο του υπουργείου Πολιτισμού για τον εκσυγχρονισμό της μουσειακής πολιτικής. Υπέρ τάχθηκε η ΝΔ ενώ καταψήφισαν ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, ΚΚΕ και ΜέΡΑ25 με την Ελληνική Λύση να επιφυλάσσεται για την Ολομέλεια. Σημειώνεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ απέχει από τις ψηφοφορίες.
Νωρίτερα, το νομοσχέδιο δέχθηκε τα πυρά όλων των εξωκοινοβουλευτικών φορέων που είχαν κληθεί να εκφράσουν τις απόψεις τους στην επιτροπή. Οι εκπρόσωποι των φορέων εξέφρασαν την έντονη διαφωνία τους στην μετατροπή των πέντε μεγάλων δημόσιων μουσείων σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, υποστηρίζοντας ότι η διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας δεν μπορεί να γίνεται από διορισμένο Διοικητικό Συμβούλιο επιλογής της εκάστοτε κυβέρνησης, χωρίς διαφάνεια και χωρίς έλεγχο. Ακόμα, έκαναν λόγο για δημιουργία δύο ταχυτήτων υπαλλήλων και για μη κατοχύρωση των εργασιακών δικαιωμάτων. Ειδικότερα:
Η Δέσποινα Κουτσούμπα, πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων, κατηγόρησε την υπουργό Πολιτισμού & Αθλητισμού Λίνα Μενδώνη ότι «αγνόησε τον Σύλλογο και δεν έκανε κανένα διάλογο και καμία διαβούλευση με τους εργαζομένους» ενώ έκανε λόγο για σκόπιμη υποστελέχωση των μουσείων προκειμένου να δικαιολογηθεί η διαχείριση των μουσείων και η εκμετάλλευση τους από ιδιώτες χωρίς έλεγχο και διαφάνεια. «Τα μουσεία μας έχουν απορροφήσει εκατομμύρια κονδύλια από το ΕΣΠΑ για να κάνουν επανεκθέσεις και οι συλλογές τους δεν είναι καθόλου απηρχαιωμένες. Η κουβέντα πρέπει να έχει αφετηρία όλα όσα ήδη έχουν καταφέρει αυτά τα μουσεία και όσα πολλά περισσότερα μπορούν να καταφέρουν με την υπάρχουσα μορφή, ως ειδικές περιφερειακές υπηρεσίες. Είναι πολύ άσχημο κάποιος να δημιουργεί προβλήματα και να έρχεται δήθεν μετά να τα λύσει», ανέφερε.
Όπως είπε η πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων «στο τέλος του 2022 και ενώ γνώριζε η υπουργός ότι το τακτικό προσωπικό δεν φτάνει, δεν ανανέωσε τις συμβάσεις του προσωπικού, επέλεξε να μην πάρει ούτε τους συμβασιούχους για να δημιουργήσει τεχνητό πρόβλημα και να έρθει μετά να πει ότι λύνεται με την μετατροπή των μουσείων σε ΝΠΔΔ». «Δεν λύνεται το πρόβλημα με την μετατροπή των μουσείων σε ΝΠΔΔ αλλά με μια απλή υπογραφή της υπουργού για να ανανεωθούν οι συμβάσεις των ωρομίσθιων υπαλλήλων και να ζητηθεί μόνιμο προσωπικό από το ΑΣΕΠ», ποσέθεσε σημειώνοντας ότι, «με αυτό το νομοσχέδιο καταργούνται 735 θέσεις κενές οργανικές θέσεις από όλες τα υπηρεσίες του Υπουργείου».
Η κυρία Κουτσούμπα επέμεινε ότι, «η βελτίωση της μουσειακής πολιτικής μπορεί να γίνει με την υπάρχουσα μορφή» και τόνισε ότι «υπάρχουν τρόποι οι διευθυντές να έχουν λυμένα τα χέρια τους, πάντα όμως στο πλαίσιο του δημόσιου λογιστικού και όχι με διορισμένα διοικητικά συμβούλια που θα κάνουν ότι θέλουν χωρίς έλεγχο και διαφάνεια».
«Το ΔΣ θα είναι απολύτου επιλογής της υπουργού και της εκάστοτε κυβέρνησης, με μόνα προσόντα να έχουν κάποια καριέρα στο κοινωνικό τους χώρο και μπορεί να είναι άσχετοι την αρχαιολογία αλλά θα διοικούν ένα μουσείο. Εμείς λέμε ότι τα χρήματα του ελληνικού λαού δεν πρέπει να τα διαχειρίζεται ένα διορισμένο διοικητικό συμβούλιο. Εμάς αυτό που μας ενδιαφέρει είναι η συνέχεια της ενιαίας προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς», κατέληξε η πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων.
Κατά του νομοσχεδίου, που όπως είπε, «το κράτος αποποιείται της ευθύνης του για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς και περνάει τη διαχείριση των μουσείων σε διορισμένα διοικητικά συμβούλια», τάχθηκε ο Ιωάννης Βερροιόπουλος, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Συντηρητών Αρχαιοτήτων.
Είπε πως θα υπάρχουν δύο ταχυτήτων εργαζόμενοι ενώ επέκρινε έντονα το γεγονός ότι «υπάλληλοι των ΝΠΔΔ θα λογοδοτούν για οποιοδήποτε τυχόν πειθαρχικό παράπτωμα σε ένα μονομελές όργανο, έναν διευθυντή, ενώ οι υπόλοιποι υπάλληλοι θα λογοδοτούν σε ένα τριμελές όργανο στο οποίο συμμετέχουν και εργαζόμενοι».
Κατά της μετατροπής των μουσείων σε ΝΠΔΔ, τάχθηκε ο Δημήτρης Κουφοβασίλης, πρόεδρος του Συλλόγου Εκτάκτων Αρχαιολόγων, υποστηρίζοντας ότι «μετατρέπεται ο πολιτιστικός πλούτος και τα μουσεία της χώρας μας σε ντεκόρ». «Ομόφωνα και ομόθυμα όλοι οι φορείς δηλώνουν ότι είναι κατά του νομοσχεδίου. Αυτή η νέα μουσειακή πολιτική αντιλαμβάνεται τα μουσεία ως ντεκόρ. Είναι πολιτική της παστιτσάδας. Όμως τα μουσεία δεν είναι ούτε μπαρ ούτε εστιατόρια. Δεν είναι αυτή η αποστολή τους», τόνισε.
Ταυτόχρονα, ο κ. Κουφοβασίλης ανέφερε ότι η υπουργός Πολιτισμού «το 2006 με αρθρογραφία της εξηγούσε γιατί τα μουσεία μπορούν και πρέπει να λειτουργήσουν ακριβώς όπως τότε ήταν η λειτουργία τους και υποστήριζε ότι δεν υπήρχε καμία ανάγκη μετατροπής τού καθεστώτος των μουσείων».
«Στα εργασιακά, εδώ και μια τουλάχιστον 5ετία όλοι οι συμβασιούχοι αρχαιολόγοι είμαστε εξαφανισμένοι από τα μουσεία και μακάρι να υπήρχαν μόνιμοι που θα κάλυπταν τις ανάγκες. Όμως το Υπουργείο Πολιτισμού εγκαταλείπει τα μουσεία προκειμένου να μπορεί να επιχειρηματολογεί για την κατάσταση τους και την υποτιθέμενη βελτίωση τους που θα φέρει το νομοσχέδιο», σημείωσε.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο Θεοφάνης Χάρχαρος, πρόεδρος του Συλλόγου Εργαζομένων Μουσείου Ακρόπολης, κάνοντας λόγο για άνιση μεταχείριση των εργαζομένων και μη εξασφάλιση των εργασιακών δικαιωμάτων. «Είναι ένα μοντέλο … λειτουργίας των μουσείων που δεν εξασφαλίζει τα εργασιακά δικαιώματα ενώ δημιουργεί ζητήματα κατά πόσο ιδιώτες μπορούν να αποφασίζουν χωρίς έλεγχο για τη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς. Δημιουργεί μια αίσθηση αδιαφάνειας και αποκλεισμού από τις αποφάσεις που πρέπει να έχουν γνώμονα τη καλύτερη λειτουργία των μουσείων, καθώς και μη σεβασμού των εργασιακών δικαιωμάτων. Δεν εξασφαλίζει ούτε καν την απαραίτητη εκπροσώπηση των εργαζομένων στα διοικητικά συμβούλια», τόνισε μεταξύ άλλων.
Ο Παναγιώτης Σταθουλόπουλος, πρόεδρος του Συλλόγου Εργαζομένων στον Οργανισμό Διαχείρισης και Ανάπτυξης Πολιτιστικών Πόρων, εξέφρασε φόβους «για περαιτέρω ιδιωτικοποίηση των μουσείων παραχωρώντας τη διαχείριση τους σε ιδιώτες με καταστροφικές συνέπειες». «Είναι μια πολιτική μνημονίου που ανοίγει την πόρτα στη συρρίκνωση τους», ανέφερε.
Αντίθετος με το νομοσχέδιο δήλωσε και ο Ιωάννης Μαυρικόπουλος, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Υπαλλήλων Φύλαξης Αρχαιοτήτων, κάνοντας λόγο για αλλαγή του εργασιακού καθεστώτος και τη δημιουργία υπαλλήλων δύο ταχυτήτων.
Κατά του νομοσχεδίου δήλωσε και ο Γιάννης Τσακοπιάκος, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων του Υπουργείου Πολιτισμού, δίνοντας έμφαση στη μη ένταξη στα υπηρεσιακά και πειθαρχικά συμβούλια των ήδη εργαζομένων στο ΝΠΔΔ στο Μουσείο Ακρόπολης. «Το ίδιο γίνεται και στα καινούργια Νομικά Πρόσωπα τα οποία θα συσταθούν, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για τις σχέσεις προσωπικές ή εργασιακές και αν είναι αρεστές ή όχι», σημείωσε.
«Θα πρέπει να γίνει μέριμνα ώστε να διορθωθούν τα εργασιακά δικαιώματα που θίγονται και να γίνουν δεκτά αιτήματα τα οποία είναι καίρια και άμεσα για την πορεία των ΝΠΔΔ και την εύρυθμη λειτουργία τους», ανέφερε ο κ. Τσακοπιάκος και πρότεινε μεταξύ άλλων:
* Ένα μέλος του διοικητικού συμβουλίου των μουσείων των ΝΠΔΔ να υποδεικνύεται από το γενικό συμβούλιο της Ομοσπονδίας η οποία εκφράζει και το σύνολο των εργαζομένων του Υπουργείου Πολιτισμού.
* Να δεσμευτεί ρητά η υπουργός Πολιτισμού ότι:
– η μετατροπή των 5 μουσείων σε ΝΠΔΔ δεν θίγει και δεν θα θίξει καθόλου τον δημόσιο χαρακτήρα των μουσείων,
– δεν θα φέρει καμία αλλαγή στην αρχαιολογική υπηρεσία, και
– δεν θα θιγούν τα δικαιώματα των εργαζομένων στα ΝΠΔΔ είτε επιλέξουν να μείνουν σε αυτά είτε επιλέξουν να πάνε στο Υπουργείο Πολιτισμού.
«Τα έχει πει η υπουργός αλλά θα θέλαμε να τα επαναλάβει και να δεσμευθεί ρητά, για να εξαλειφθούν οι οποιοσδήποτε δικαιολογημένες ανησυχίες που υπάρχουν», σημείωσε.