Μετά από μια μαραθώνια συνεδρίαση που ολοκληρώθηκε τα ξημερώματα υπό το βάρος πολιτικών εντάσεων, απορρίφθηκαν οι προτάσεις που είχαν καταθέσει το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ-Νέα Αριστερά για τη συγκρότηση Προανακριτικής Επιτροπής σχετικά με την υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ και τις ενδεχόμενες ευθύνες των πρώην υπουργών Μάκη Βορίδη και Λευτέρη Αυγενάκη.

Η συζήτηση διεξήχθη σε ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, με την αντιπολίτευση να αποχωρεί λίγο πριν από την έναρξη της μυστικής ψηφοφορίας, καταγγέλλοντας θεσμικές παρατυπίες και απουσία της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας από την αίθουσα. Η αίτηση του ΠΑΣΟΚ για αναβολή της διαδικασίας απορρίφθηκε από το προεδρείο, το οποίο επικαλέστηκε την ύπαρξη απαρτίας.

Καμία από τις προτάσεις που τέθηκαν σε ψηφοφορία δεν συγκέντρωσε τον απαιτούμενο αριθμό των 151 θετικών ψήφων. Οι προτάσεις για τον Μάκη Βορίδη, τόσο από τον ΣΥΡΙΖΑ όσο και από το ΠΑΣΟΚ
, έλαβαν μόλις 3 θετικές ψήφους (έναντι 78 κατά και 1 "παρών"). Αντίστοιχα, οι προτάσεις για τον Λευτέρη Αυγενάκη συγκέντρωσαν 5 θετικές ψήφους (76 κατά και 1 "παρών").

Η αντιπολίτευση άσκησε δριμεία κριτική για τη χρήση επιστολικών ψήφων από βουλευτές της συμπολίτευσης. Ο Δημήτρης Μάντζος, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ, κατηγόρησε την κυβέρνηση για κατάχρηση της διαδικασίας και ζήτησε την παρουσία των βουλευτών της πλειοψηφίας στην αίθουσα ώστε να διασφαλιστεί η συνταγματικότητα της διαδικασίας. Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ Νίκος Ανδρουλάκης δήλωσε πως το κόμμα του δεν αναγνωρίζει το αποτέλεσμα, κάνοντας λόγο για «πρωτοφανή μεθόδευση».

Από την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας, ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος Νότης Μηταράκης απέρριψε τις ενστάσεις, υπογραμμίζοντας πως η συνεδρίαση ήταν απολύτως σύννομη με το άρθρο 86 του Συντάγματος και τον Κανονισμό της Βουλής. Τόνισε επίσης ότι η παρουσία των βουλευτών και η χρήση επιστολικής ψήφου έγιναν σύμφωνα με τις αποφάσεις της Διάσκεψης των Προέδρων και με σεβασμό στη μυστικότητα της ψηφοφορίας.

Ανάλογη στάση κράτησε και ο προεδρεύων της συνεδρίασης, Γιώργος Γεωργαντάς, ο οποίος επιβεβαίωσε την ύπαρξη απαρτίας με τουλάχιστον 90 βουλευτές παρόντες, απορρίπτοντας τα αιτήματα της αντιπολίτευσης για αναβολή.


Από το περιστύλιο της Βουλής, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Σωκράτης Φάμελλος μίλησε για «προσβολή της Δημοκρατίας» και «εσκεμμένη ναρκοθέτηση της διαδικασίας» από τον Πρωθυπουργό, τονίζοντας πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιδιώκει να συγκαλύψει το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ και να αποφύγει τις αποκαλύψεις. Στο ίδιο πνεύμα, ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ Νίκος Παππάς κατήγγειλε την αιφνιδιαστική κατάθεση δεκάδων επιστολικών ψήφων και έκανε λόγο για παρατυπία στη διαδικασία.

Σφοδρή ήταν και η αντίδραση από άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης. Ο Νίκος Καραθανασόπουλος (ΚΚΕ) χαρακτήρισε «διάτρητη» τη διαδικασία και κατήγγειλε «μεθόδευση συγκάλυψης». Ο Νίκος Βρεττός (Νίκη) μίλησε για «μαύρη σελίδα» στην ιστορία της Βουλής. Ο Κωνσταντίνος Χήτας (Ελληνική Λύση) έκανε λόγο για «εικόνα γελοιότητας» και «απαξίωση του Κοινοβουλίου». Η Ζωή Κωνσταντοπούλου (Πλεύση Ελευθερίας) κατηγόρησε τη ΝΔ για υπονόμευση της διαδικασίας και χαρακτήρισε «ουσιαστικό» το αίτημα αναβολής.

Ο πρόεδρος της Νέας Αριστεράς, Αλέξης Χαρίτσης, τόνισε ότι η ΝΔ επέλεξε την απαξίωση της διαδικασίας για να αποφύγει τον κίνδυνο διαφοροποιήσεων από βουλευτές της και ζήτησε την αποκατάσταση της κοινοβουλευτικής τάξης.

Από την πλευρά τους, οι δύο πρώην υπουργοί απέρριψαν κατηγορηματικά τις κατηγορίες. Ο Μάκης Βορίδης έκανε λόγο για «προδήλως αβάσιμες» προτάσεις και υπογράμμισε ότι τα σημεία της δικογραφίας όπου αναφέρεται το όνομά του δεν στοιχειοθετούν καν διοικητική ευθύνη. «Έγκλημα χωρίς πράξη δεν μπορεί να υπάρξει», σημείωσε χαρακτηριστικά.

Ο Λευτέρης Αυγενάκης μίλησε για νομικά και πολιτικά αστήρικτες κατηγορίες, τονίζοντας ότι η Νέα Δημοκρατία ορθά επέλεξε την πρόταση για σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής, καθώς, μετά από διεξοδική μελέτη της δικογραφίας, διαπιστώθηκε ότι δεν προκύπτει ποινική ευθύνη.


Η απόρριψη των προτάσεων και η αποχώρηση της αντιπολίτευσης επισκίασαν τη συζήτηση, η οποία ανέδειξε εκ νέου το βαθύ πολιτικό ρήγμα στο Κοινοβούλιο, ενώ η κυβέρνηση υπερασπίστηκε τη νομιμότητα της διαδικασίας, υποστηρίζοντας πως λειτούργησε θεσμικά και με βάση το Σύνταγμα.