Τον πατέρα του έχασε ο γνωστός δημοσιογράφος και αρθρογράφος Γιώργος Παπαχρήστος όπως ο ίδιος αποκάλυψε μέσα από τη στήλη του στα Νέα.
Τον αποχαιρέτησε με τον δικό του τρόπο, γράφοντας:
Ο καθένας έχει έναν ήρωα σ’ αυτή τη ζωή. Είναι αυτός που τον εμπνέει, τον καθοδηγεί, τον διαμορφώνει, τον ωριμάζει, τον βελτιώνει, τον κινητοποιεί, τον παραδειγματίζει. Είναι το σημείο αναφοράς του και το μέτρο της σύγκρισής του. Ποιητής ή καλλιτέχνης, ποδοσφαιριστής ή ηθοποιός, τραπεζίτης ή αχθοφόρος, πολιτικός ή αντιεξουσιαστής, καθένας έχει έναν ήρωα που θέλει να του μοιάσει. Ή και να γίνει καλύτερος από τον ήρωά του. Επειδή είναι στη φύση του ανθρώπου να πασχίζει, όσο ζει, για την υστεροφημία του. Να θυμούνται, όσο περισσότεροι γίνεται, ότι άφησε και αυτός το δικό του αποτύπωμα στο πέρασμά του από τη γη.
Ο δικός μου ήρωας, που έφυγε μεσοβδόμαδα για το μεγάλο ταξίδι, δεν ήταν ούτε ποιητής ούτε ηθοποιός. Δεν ήταν τραπεζίτης, ούτε πολιτικός. Οσοι τον γνώρισαν θα έχουν να θυμούνται από αυτόν ότι ήταν ένας πραγματικός άνδρας. Ευθύς, ευαίσθητος, καλόκαρδος, ειλικρινής, έντιμος, ακέραιος. Περπάτησε με το κεφάλι ψηλά, σε εποχές που άλλοι είχαν σκύψει και προσπαθούσαν να περάσουν απαρατήρητοι, λάθρα βιώσαντες μια ζωή.
Ο ήρωάς μου δεν είχε σπουδάσει. Του Δημοτικού ήταν. Σπούδασε όμως στο πεζοδρόμιο, στο πανεπιστήμιο της ζωής, όπως έλεγε με περηφάνια, και αποφοίτησε με άριστα. Δέκα πτυχία μαζί πήρε, με τον «ταβλά» στο χέρι – Πλατεία Συντάγματος, γωνία Οθωνος και Αμαλίας.
Διέθετε αστείρευτη εσωτερική δύναμη, επιμονή, ασύλληπτη ευφυΐα και ένα σπάνιο επικοινωνιακό χάρισμα, που τον έκανε μοναδική προσωπικότητα. Και διάβαζε. Διάβαζε πολύ. Ο,τι του έπεφτε στο χέρι. Εφημερίδα ή βιβλίο. Για να μαθαίνει και να μπορεί να υποδεικνύει συνεχώς ότι ένας τσοπανάκος που ταξίδεψε από το χωριό του, στην καρότσα ενός φορτηγού, για τη μεγάλη πόλη είναι σε θέση να σταθεί παντού. Και στάθηκε. Με ήθος, σοβαρότητα και περισσή αξιοπρέπεια, κερδίζοντας τον απέραντο σεβασμό της κοινωνίας, παρά το ταπεινό του επάγγελμα.
Ο δικός μου ήρωας έπαιξε τη ζωή του κορόνα – γράμματα στην Αντίσταση, κουβαλώντας όπλα κάτω από τη μύτη των Γερμανών, κάλυψε κόσμο και κοσμάκη στη χούντα, πήγε φυλακή, αλλά απέφυγε να τα εξαργυρώσει με οτιδήποτε. Μόνο ένα χαρτί «αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης 1941- 44», που του απονεμήθηκε το ’83, έλαβε και το είχε κάνει κορνίζα στον τοίχο. Ανάμεσα στα εικονίσματα.
Αγάπησε με πάθος τη ζωή και η ζωή στάθηκε γενναιόδωρη μαζί του. Δεινός χορευτής, σε άφηνε με το στόμα ανοιχτό, πότε χορεύοντας τσάμικο ηπειρώτικο, βαρύ, ασήκωτο, να «τρίζει» ο τόπος, τους «Κλέφτες» στα ποτήρια, και πότε ζεϊμπέκικο, πραγματικό, αντρίκειο, χωρίς «τσαλίμια» και περιττές κινήσεις, με το κεφάλι σκυφτό και τα χέρια ανοιχτά, ίδιος αετός…
Ο δικός μου μοναδικός και αξεπέραστος ήρωας, ο πατέρας μου, έφυγε «μες στην ανωνυμία των πολλών» και κηδεύτηκε «σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες» στον τόπο όπου γεννήθηκε. Κάτω από μια χιονισμένη βουνοκορφή των Τζουμέρκων, αφήνοντας πίσω του μνήμες, πολλές κι αγαπημένες…
Για να θυμίζει σε μένα και σ’ όσους τον γνώρισαν, κάθε στιγμή, ότι μια αστραπή είναι η ζωή κι αλίμονο σ’ αυτόν που δεν θα προλάβει να δείξει ποιος ήταν. Εκείνος στάθηκε τυχερός. Τα κατάφερε και με το παραπάνω…