Ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών, Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης, πήρε μέρος σήμερα στο Τορίνο στην 132η υπουργική σύνοδο των κρατών-μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης, στο πλαίσιο της εξάμηνης ιταλικής προεδρίας της Επιτροπής των υπουργών.

Αμέσως μετά τη λήξη των εργασιών, ο Μ. Βαρβιτσιώτης δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ:

«Η Ουκρανία σχεδόν μονοπώλησε τις εξελίξεις στο Συμβούλιο της Ευρώπης και την πολιτική σύνοδο, η οποία διοργανώθηκε από την ιταλική προεδρία στο Τορίνο.

Η ιταλική προεδρία ολοκληρώνεται με μια απόφαση τεράστιας σημασίας για το Συμβούλιο της Ευρώπης, η οποία είναι η αποβολή της Ρωσίας από μέλους του, έστω και αν αυτή -προσχηματικά- αποχώρησε την παραμονή της λήψης της απόφασης.

Είναι η δεύτερη φορά που το Συμβούλιο της Ευρώπης αποβάλλει με αυτό τον τρόπο ένα μέλος του. Η προηγούμενη αφορούσε την Ελλάδα και ήταν την περίοδο των Συνταγματαρχών, όταν κινήθηκαν η Ολλανδία, το Βέλγιο και η Σουηδία ενάντια στην Ελλάδα, δημιουργώντας αυτό που λέμε “the greek case”.

Την παραμονή της συζήτησης για τη λήψη της απόφασης, η τότε κυβέρνηση των Συνταγματαρχών αναγκάσθηκε να αποχωρήσει. Κάτι το αντίστοιχο συνέβη -όπως είπα-και αυτή τη φορά».

Σε σχέση με τη σημασία του ρόλου του Συμβουλίου της Ευρώπης και τη σημερινή του παρέμβαση, ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών δήλωσε:

«Για μας, το Συμβούλιο της Ευρώπης είναι ένας ζωντανός οργανισμός, ο οποίος προσφέρει την ευκαιρία για πολιτικό διάλογο ανάμεσα στις χώρες – μέλη.

Καλύπτει το σύνολο της ευρωπαϊκής ηπείρου, με παράλληλο ενδιαφέρον για τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, του κράτους δικαίου και των δημοκρατικών θεσμών.

Σήμερα είχα την ευκαιρία να τοποθετηθώ, όχι μόνον για την ανάγκη να βρεθούν και να καταδικαστούν οι υπαίτιοι των εγκλημάτων πολέμου που συντελούνται αυτή τη στιγμή στην Ουκρανία -και ιδιαίτερα στη Μαριούπολη, όπου στόχος ήταν και η ελληνική κοινότητα- αλλά και για την ανάγκη να καταδικαστεί, συνολικά, ο αναθεωρητισμός.

Όπως δήλωσα σήμερα, ο αναθεωρητισμός βασίζεται στον αυταρχισμό, εκφράζεται από ηγέτες που δεν έχουν σεβασμό στους δημοκρατικούς θεσμούς, ούτε στο κράτος δικαίου και ούτε στα ανθρώπινα δικαιώματα και, πολλές φορές, εξάγεται στις διεθνείς σχέσεις τους.

Γίνεται μέσα από την αμφισβήτηση των υφισταμένων συνθηκών και, συχνά, με τη χρήση της βίας. Πρέπει να είναι ένα αντικείμενο το οποίο θα καταδικαστεί από το σύνολο των μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης.

Οφείλω να πω ότι με τον τρόπο με τον οποίο έγινε δεκτή η τοποθέτησή μου, η αλήθεια είναι ότι η στήριξη των κρατών -μελών ήταν ξεκάθαρη, έστω και αν, κάποια από αυτά, συνεχίζουν την αναθεωρητική τους πολιτική».

Αναφερόμενος στην καθοριστική συμβολή του Συμβουλίου της Ευρώπης στην ενίσχυση του πολιτικού διαλόγου, αλλά και στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων των γυναικών, ο κύριος Βαρβιτσιώτης ολοκλήρωσε:

«Για τη χώρα μας, είναι ιδιαίτερα σημαντικό το Συμβούλιο της Ευρώπης να προχωρήσει, να αποτελέσει ένα πεδίο πολιτικού διαλόγου. Επειδή το τελευταίο διάστημα γίνεται μεγάλη συζήτηση για το πώς θα ενσωματώσουμε το σύνολο των κρατών της Ευρώπης γύρω από έναν πολιτικό διάλογο, τον ρόλο αυτό μπορεί να τον διαδραματίσει -σε έναν πολύ μεγάλο βαθμό- το Συμβούλιο της Ευρώπης.

Για τον λόγο αυτό στηρίξαμε την πρόταση να συγκληθεί η ολομέλεια των ηγετών, του χρόνου τέτοια εποχή, στο Ρέικιαβικ της Ισλανδίας, αφού προετοιμαστούν συγκεκριμένα συμπεράσματα, ώστε να ασχοληθούν με τη μετεξέλιξη του οργανισμού.

»Έχοντας υπηρετήσει το Συμβούλιο της Ευρώπης σχεδόν στο σύνολο της πολιτικής μου διαδρομής, ως μέλος της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης αλλά και ως προεδρεύων του Συμβουλίου Υπουργών, την περίοδο του κορονοϊού, μπορώ να σας πω ότι έχω μεγάλη εμπιστοσύνη στους θεσμούς του.

Στο Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στον Χάρτη των Κοινωνικών Δικαιωμάτων και, ακόμη περισσότερο, στη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, η οποία αφορά τα δικαιώματα των γυναικών και των παιδιών και λειτουργεί ενάντια στην ενδοοικογενειακή βία.

Πρόκειται για φαινόμενο που έχει αποκτήσει τεράστιες διαστάσεις, ιδίως μετά την πανδημία. Κάλεσα και τα υπόλοιπα μέλη, όχι μόνον να τη συνυπογράψουν, αλλά και να την κυρώσουν και να εφαρμόσουν κομμάτια της Σύμβασης αυτής. Νομίζω ότι, για τις χώρες της Ευρώπης, το να μιλάμε έχοντας κατακτήσει ένα επίπεδο προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων – στο ίδιο περίπου σημείο- είναι πάρα πολύ σημαντικό».