Η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) επισημαίνει ότι η αγορά κατοικιών στην Ελλάδα συνεχίζει την ανοδική πορεία, παρά τη μείωση των ξένων επενδύσεων και την περιορισμένη οικοδομική δραστηριότητα. Οι υψηλές τιμές, η χαμηλή προσφορά και η ισχυρή εγχώρια ζήτηση διατηρούν την αγορά σε ράλι, με σημαντικές επιπτώσεις για αγοραστές και ενοικιαστές.

Μπορεί οι ξένες επενδύσεις στην ελληνική κτηματαγορά να έχουν περιοριστεί κατά περίπου 18%, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το ράλι των ακινήτων σταματάει κάπου εδώ. Τουναντίον.    

Όπως προκύπτει από την ανάλυση της Τράπεζας της Ελλάδας, όλες οι αιτίες, γι’ αυτό που βιώνουν επίδοξοι αγοραστές ακινήτων και ενοικιαστές, δεν έχουν εκλείψει κι ως εκ τούτου και μόνο η εγχώρια ζήτηση αρκεί για να μείνει ανοικτός ο κύκλος των αυξήσεων.  

Αυξητικές τάσεις το επόμενο διάστημα 

Ειδικότερα, κατά την ΤτΕ, η εξέλιξη των τιμών στην ελληνική αγορά κατοικιών δεν παρουσιάζει ακόμη σημάδια κόπωσης κι αναμένεται επομένως η αυξητική τάση να διατηρηθεί και το επόμενο χρονικό διάστημα, όσο η ζήτηση από το εσωτερικό και το εξωτερικό διατηρείται ισχυρή και το απόθεμα κατοικιών παραμένει περιορισμένο.

Η χαμηλή προσφορά σε σύγκριση με τη ζήτηση είναι απόρροια της επενδυτικής εκμετάλλευσης της κατοικίας, της απόσυρσης από την αγορά ακινήτων που εξασφαλίζουν μη εξυπηρετούμενα δάνεια και προορίζονται για πλειστηριασμό και της μείωσης του αριθμού νεόδμητων κατοικιών την περίοδο 2010-2020, η οποία δεν έχει επιτρέψει την ομαλή αναπλήρωση του αποθέματος.  

Η κάμψη της ιδιωτικής οικοδομικής δραστηριότητας που καταγράφηκε το πρώτο εξάμηνο του 2025 σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2024 (μείωση κατά 14% του αριθμού των οικοδομικών αδειών που εκδόθηκαν, κατά 24,1% σε όρους επιφάνειας και κατά 17,7% σε όρους όγκου) επιβραδύνει, μάλιστα, την αποκατάσταση της προσφοράς.

Το γεγονός αποδίδεται εν μέρει στην απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας σχετικά με την αντισυνταγματικότητα του συστήματος κινήτρων του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού. Η αναμόρφωση του συστήματος κινήτρων του ΝΟΚ στο πλαίσιο που προσδιόρισε η απόφαση του ΣτΕ αναμένεται να συμβάλει στην ανάκαμψη της ιδιωτικής οικοδομικής δραστηριότητας.   

Οι επιπτώσεις και τα μέτρα  

Στο δια ταύτα; Η αύξηση των τιμών των κατοικιών και των ενοικίων τους, σε συνδυασμό με τη φορολογική επιβάρυνση των ακινήτων και το αυξημένο λειτουργικό κόστος τους, συνέβαλαν τα τελευταία έτη στην όξυνση του προβλήματος στέγασης και στην Ελλάδα, η οποία αντικατοπτρίζεται στο λόγο του κόστους στέγασης προς το διαθέσιμο εισόδημα (2024: 35,5%).  

Υπό αυτό το πρίσμα, η ΤτΕ κρίνει ότι στην τρέχουσα συγκυρία κρίνεται σκόπιμη η ενίσχυση και επιτάχυνση της εφαρμογής μέτρων για τον περιορισμό τυχόν δυσμενών επιπτώσεων στη χρηματοοικονομική κατάσταση των νοικοκυριών από το στεγαστικό πρόβλημα, ειδικότερα μέσω της αύξησης και αναβάθμισης του κτιριακού αποθέματος και της βελτίωσης των όρων πρόσβασης στην αγορά κατοικίας.