Στα χαμηλότερα επίπεδα πενταετίας υποχώρησε στο τέταρτο τρίμηνο το ποσοστό των επισφαλειών στο σύνολο του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών της Ευρωζώνης, με τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να βελτιώνουν και τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας.
Η Ελλάδα διατηρεί την αρνητική πρωτιά στα μη-εξυπηρετούμενα δάνεια, τη στιγμή που αναμένεται αύξηση των μη-εξυπηρετούμενων δανείων εξαιτίας της οικονομικής κρίσης λόγω κορωνοϊού, δοκιμάζοντας τις αντοχές του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, αλλά και των χωρών που θεωρούνται πιο αδύναμοι κρίκοι.
Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η ΕΚΤ, ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας για τις τράπεζες της Ευρωζώνης βελτιώθηκε στο 18,43% στο τέταρτο τρίμηνο, από 18,05% του τρίτου τριμήνου. Ο δείκτης ρευστότητας ανήλθε στο 145,96%, από 145,08% του τρίτου τριμήνου. Τα «κόκκινα» δάνεια μειώθηκαν μόλις στο 3,22% του συνολικού δανειακού χαρτοφυλακίου, στα χαμηλότερα επίπεδα από το 2015.
Από την άλλη πλευρά, η απόδοση ιδίων κεφαλαίων επιδεινώθηκε στο 5,20% στα τέλη του τετάρτου τριμήνου, υποχωρώντας σχεδόν μία ποσοστιαία μονάδα σε σύγκριση με τα επίπεδα ένα χρόνο πριν. Οσον αφορά τα μη-εξυπηρετούμενα δάνεια, το Λουξεμβούργο εμφανίζει το μικρότερο ποσοστό επί του συνολικού δανειακού χαρτοφυλακίου (0,78%) και η Ελλάδα το μεγαλύτερο (35,15%), όπως δείχνουν τα στοιχεία της ΕΚΤ. Ο δείκτης ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών (130,25%) κυμαίνεται σε επίπεδα κατώτερα του μέσου όρου της Ευρωζώνης (145,96%). Η Σλοβενία παρουσιάζει τα υψηλότερα ποσοστά (355,06%)