Τους εξωτερικούς παράγοντες αναδεικνύει η Τράπεζα της Ελλάδος ως τους κυριότερους κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στη χώρα, σύμφωνα με την Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Όπως επισημαίνεται, η αύξηση των γεωπολιτικών εντάσεων αλλά και η επαναφορά πρακτικών εμπορικού προστατευτισμού διεθνώς αποτελούν τις βασικές πηγές αβεβαιότητας, οι οποίες ενδέχεται να επηρεάσουν, έστω και έμμεσα, την ελληνική οικονομία και τον τραπεζικό τομέα.
Η Έκθεση καταγράφει ότι οι εξελίξεις στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων και χρήματος χαρακτηρίστηκαν από αυξημένη μεταβλητότητα, ιδίως μετά την ανακοίνωση και σε ορισμένες περιπτώσεις την επιβολή εμπορικών δασμών από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τα αντίμετρα εκ μέρους βασικών εμπορικών εταίρων.
Παρότι οι επιδράσεις αυτών των κινήσεων υπήρξαν έως τώρα περιορισμένες και πρόσκαιρες, η Τράπεζα της Ελλάδος υπογραμμίζει ότι ο κίνδυνος μιας αιφνίδιας ανατιμολόγησης των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων σε παγκόσμιο επίπεδο παραμένει εξαιρετικά αυξημένος. Η πρόσφατη αναταραχή στις αγορές ανέδειξε τον έντονο βαθμό διασύνδεσης μεταξύ των διεθνών χρηματοοικονομικών συστημάτων και την ταχύτητα μετάδοσης των επιπτώσεων.
Η ελληνική οικονομία, σύμφωνα με την Έκθεση, δεν φαίνεται να απειλείται άμεσα, ωστόσο ενδεχόμενη επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης στις παγκόσμιες και ευρωπαϊκές οικονομίες θα μπορούσε να οδηγήσει σε υποχώρηση του επενδυτικού ενδιαφέροντος, περιορισμό της πιστωτικής επέκτασης και επιδείνωση της ποιότητας των τραπεζικών χαρτοφυλακίων.
Παρά το εξωτερικό περιβάλλον αβεβαιότητας, η Ελλάδα συνέχισε και το 2024 να καταγράφει ισχυρές επιδόσεις. Το πραγματικό Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) αυξήθηκε κατά 2,3%, ξεπερνώντας σημαντικά τον μέσο όρο της ευρωζώνης για τέταρτο συνεχόμενο έτος. Η ανάπτυξη στηρίχθηκε κυρίως στην ιδιωτική κατανάλωση, τις επενδύσεις και τις εξαγωγές υπηρεσιών, που διατήρησαν θετική δυναμική.
Σε επίπεδο δημόσιων οικονομικών, σημειώνεται αξιοσημείωτη υπεραπόδοση. Το πρωτογενές πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης ανήλθε στο 4,8% του ΑΕΠ – υπερδιπλάσιο της αρχικής εκτίμησης στον Κρατικό Προϋπολογισμό (2,5%) – χάρη κυρίως στην αποτελεσματικότητα των μέτρων κατά της φοροδιαφυγής και στη σημαντική αύξηση των φορολογικών εσόδων.
Θετικές εξελίξεις καταγράφονται και στον τραπεζικό τομέα, με τις ελληνικές τράπεζες να ενισχύουν περαιτέρω τα θεμελιώδη τους μεγέθη το 2024. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, οι τράπεζες πέτυχαν σημαντική αύξηση της κερδοφορίας τους, βελτίωση της κεφαλαιακής τους επάρκειας και διατήρηση της ρευστότητας σε υψηλά επίπεδα, ενώ κατέγραψαν και πρόοδο ως προς την ποιότητα των στοιχείων του ενεργητικού.
Η Έκθεση καταλήγει με αισιόδοξες προοπτικές για το 2025, κατά το οποίο η ελληνική οικονομία προβλέπεται να συνεχίσει την αναπτυξιακή της πορεία, με ρυθμούς σημαντικά υψηλότερους από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, παρά τις συνεχιζόμενες διεθνείς προκλήσεις.
Σύμφωνα με τις μακροοικονομικές προβλέψεις του Μαρτίου 2025 της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να διατηρηθεί στο 2,3% και το 2025- επίπεδο πολύ υψηλότερο από το μέσο όρο της ζώνης του ευρώ. Η ιδιωτική κατανάλωση και οι επενδύσεις θα συνεχίσουν να αποτελούν τις κινητήριες δυνάμεις της ανάπτυξης, ενώ η συμβολή του εξωτερικού τομέα εκτιμάται ότι θα είναι ουδέτερη.
Η επιβολή δασμών από τις ΗΠΑ στις εισαγωγές προϊόντων από την ΕΕ αναμένεται να έχει περιορισμένο άμεσο αντίκτυπο στην ελληνική οικονομία. Το μικρό μερίδιο των ελληνικών εξαγωγών προς τις ΗΠΑ (περίπου 5% το 2024) και η σύνθεση των εξαγόμενων προϊόντων υποδηλώνουν ήπια επίδραση στο εξωτερικό εμπόριο της χώρας.
Παράλληλα, στη ναυτιλία οι επιπτώσεις αναμένεται να είναι περιορισμένες για τους βασικούς κλάδους, με εξαίρεση τη μεταφορά εμπορευματοκιβωτίων, όπου εκτιμάται ότι θα είναι μεγαλύτερες.
Παρ’ όλα αυτά, η επιβολή δασμών από τις ΗΠΑ στην ΕΕ αναμένεται να έχει έμμεσο αντίκτυπο στην ελληνική οικονομία, μέσω της επιβράδυνσης της ανάπτυξης της ζώνης του ευρώ και της αύξησης της αβεβαιότητας που θα επηρεάσουν αρνητικά τις εξαγωγές και το επενδυτικό κλίμα.