Πριν από επτά χρόνια, το 2018, ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Βλαντίμιρ Πούτιν είχαν συναντηθεί στη Φινλανδία, έπειτα από πρόσκληση του τότε προέδρου Σάουλι Νιινίστο. Οι σχέσεις Ουάσιγκτον – Μόσχας τότε ήταν τεταμένες, κυρίως λόγω της υποψίας ρωσικής παρέμβασης στις εκλογές του 2016 αλλά και της κρίσης στην Ουκρανία.
Όπως υπενθυμίζει ανάλυση του Guardian, ο Τραμπ εμφανίστηκε μετά τη συνάντηση σχεδόν «ζαλισμένος» από τον Ρώσο ομόλογό του, δηλώνοντας πεπεισμένος ότι η Μόσχα δεν βρισκόταν πίσω από την εκλογική παρέμβαση, ενώ οι συνεργάτες του απλώς ήθελαν να λήξει το συντομότερο η κοινή συνέντευξη Τύπου.
Σήμερα, λίγο πριν από τη νέα συνάντηση των δύο ηγετών την Παρασκευή στην στρατιωτική βάση Έλμεντορφ της Αλάσκας, το διακύβευμα είναι πολύ μεγαλύτερο.
Παρά τις προσπάθειες του Λευκού Οίκου να χαμηλώσει τις προσδοκίες, ο Τραμπ έχει ήδη μιλήσει ανοιχτά για ενδεχόμενη «ανταλλαγή εδαφών» μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, χωρίς τη συμμετοχή του Ουκρανού προέδρου.
Οι ευρωπαϊκές ανησυχίες εστιάζουν στο ενδεχόμενο ο Αμερικανός πρόεδρος να εξέλθει και πάλι από μια κατ’ ιδίαν συνάντηση υιοθετώντας το αφήγημα του Κρεμλίνου.
Όπως σημειώνει ο Guardian, ο Πούτιν θα επιχειρήσει να επηρεάσει τον Τραμπ ως προς τους όρους μιας ειρηνευτικής συμφωνίας, επιδιώκοντας μέγιστο όφελος για τη Μόσχα – μια διαδικασία που αναλυτές παρομοιάζουν με «νέα Γιάλτα», όπου αποφασίζεται η μοίρα χωρών χωρίς τη δική τους φωνή.
Ο Τραμπ, από την πλευρά του, δηλώνει ότι θα αντιληφθεί «στα πρώτα λεπτά» αν η συνάντηση μπορεί να αποδώσει, υιοθετώντας την κυκλοθυμική και απρόβλεπτη προσέγγιση που έχει χαρακτηρίσει την εξωτερική του πολιτική.
Αυτή η στάση, όπως σχολιάζεται, μπορεί να ευνοεί τους αντιπάλους των ΗΠΑ, αλλά έχει οδηγήσει και σε απογοητεύσεις, με ηγέτες όπως ο Σι Τζινπίνγκ να προτιμούν μακρά προετοιμασία πριν από επαφή μαζί του.
Σε κάθε περίπτωση, ο Πούτιν δεν αναμένεται να αφήσει ανεκμετάλλευτη την ευκαιρία για προσωπική επιρροή στο τετ-α-τετ τους, όπου θα παρίστανται μόνο οι διερμηνείς.
Η εμπειρία του 2018 δείχνει ότι οι συμφωνίες της στιγμής μπορεί να μείνουν ανενεργές. Ωστόσο, αυτή τη φορά το «μενού» περιλαμβάνει την Ουκρανία και οι πιθανές συνέπειες είναι σαφώς βαρύτερες.