Ο Βλαντίμιρ Πούτιν δεν μεταβαίνει στην Αλάσκα με σκοπό να βάλει τέλος στον πόλεμο στην Ουκρανία. Όπως εκτιμά το CNN, ο Ρώσος πρόεδρος βλέπει στη συνάντηση με τον Ντόναλντ Τραμπ μια σπάνια ευκαιρία να εξέλθει από τη διεθνή απομόνωση, να ενισχύσει το πολιτικό του κύρος και να επανακαθορίσει τις σχέσεις ΗΠΑ–Ρωσίας προς όφελος της Μόσχας, αφήνοντας το ουκρανικό σε δεύτερη μοίρα.

Η συνάντηση θα πραγματοποιηθεί την Παρασκευή στις 22:30 (ώρα Ελλάδος). Σύμφωνα με τον σύμβουλο του Πούτιν, Γιούρι Ουσάκοφ, αρχικά οι δύο ηγέτες θα έχουν κατ’ ιδίαν συνομιλία με την παρουσία μόνο διερμηνέων.

Για Ρώσους αξιωματούχους και φιλοκρεμλινικούς σχολιαστές, η διεξαγωγή ενός τέτοιου τετ-α-τετ αποτελεί ήδη μια μεγάλη διπλωματική νίκη. «Κανείς δεν μιλάει πια για τη διεθνή απομόνωση της Ρωσίας ή για τη στρατηγική μας ήττα», σημείωσε ο γνωστός στρατιωτικός μπλόγκερ Αλεξάντρ Κοτς στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Για Ρώσους εθνικιστές, το γεγονός ότι ο Πούτιν θα πατήσει αμερικανικό έδαφος – και μάλιστα στην Αλάσκα – έχει συμβολική αξία. Η περιοχή ανήκε κάποτε στη ρωσική αυτοκρατορία και πωλήθηκε στις ΗΠΑ το 1867 έναντι μόλις 7,2 εκατ. δολαρίων.

Δεν είναι τυχαίο ότι στα ρωσικά social media κυκλοφόρησαν βίντεο του Τραμπ να μπερδεύεται σε συνέντευξη Τύπου και να δηλώνει ότι πηγαίνει «στη Ρωσία» για να συναντήσει τον Πούτιν, με χρήστες να σχολιάζουν ότι «παραδέχτηκε επιτέλους ότι είναι δική μας».

Στο διεθνές προσκήνιο, ωστόσο, η προσοχή εστιάζεται στην Ουκρανία και στο ερώτημα αν η Μόσχα είναι διατεθειμένη να κάνει ουσιαστικές παραχωρήσεις. Ο Λευκός Οίκος αναφέρει ότι ο Τραμπ θέλει να επικεντρωθεί στην ειρήνη, αφήνοντας άλλα ζητήματα που ενδιαφέρουν τη Ρωσία – όπως η χαλάρωση κυρώσεων ή πιθανές συμφωνίες για την Αρκτική και την τεχνολογία – για αργότερα.

Μετά από συνομιλία με τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι και Ευρωπαίους ηγέτες, ο Τραμπ προειδοποίησε για «πολύ σοβαρές συνέπειες» σε βάρος του Πούτιν εάν δεν τερματίσει τον πόλεμο.

Η ρωσική πλευρά εμφανίζεται αμετακίνητη. Σύμφωνα με πληροφορίες, πριν οριστικοποιηθεί η συνάντηση, η Μόσχα είχε προτείνει μέσω του Αμερικανού απεσταλμένου Στιβ Γουίτκοφ μια συμφωνία ειρήνης που προέβλεπε παραχώρηση εδαφών στο Ντονμπάς με αντάλλαγμα κατάπαυση πυρός – κάτι που το Κίεβο απέρριψε.

«Δεν πρόκειται να παραδώσω τη χώρα μου γιατί δεν έχω το δικαίωμα να το κάνω», τόνισε ο Ζελένσκι. Το Κρεμλίνο συνεχίζει να επικαλείται τις «βασικές αιτίες» της σύγκρουσης, όπως η διεύρυνση του ΝΑΤΟ και η ύπαρξη ανεξάρτητης Ουκρανίας.

Ο Τραμπ, πάντως, εμφανίζεται πιο ανοικτός σε μια συμφωνία «γη για ειρήνη», που θα επέτρεπε στον Πούτιν να εμφανίσει τους Ουκρανούς και τους Ευρωπαίους ως εμπόδιο στην ειρήνη. Ένα τέτοιο σενάριο θα μπορούσε να πλήξει τη στήριξη προς την Ουκρανία και να επηρεάσει την αμερικανική στρατιωτική βοήθεια.

Ο Λευκός Οίκος έχει ήδη μειώσει τις προσδοκίες, χαρακτηρίζοντας τη σύνοδο «άσκηση ακρόασης». Για το Κρεμλίνο, που φαίνεται να επιδίωξε τη συνάντηση για να αποφύγει νέους δασμούς και δευτερογενείς κυρώσεις, αυτό μπορεί να αποτελεί ήδη κέρδος.

Πέρα από το ουκρανικό, ο Πούτιν βλέπει στο πρόσωπο του Τραμπ μια μοναδική ευκαιρία για «επαναφορά» των σχέσεων ΗΠΑ–Ρωσίας, αποσυνδέοντάς τες από τον πόλεμο και ενδεχομένως διχάζοντας τους δυτικούς συμμάχους.

Το Κρεμλίνο προωθεί σενάρια για οικονομική, τεχνολογική και διαστημική συνεργασία, καθώς και για ενεργειακά και υποδομικά έργα στην Αρκτική. Η παρουσία του Κίριλ Ντμίτριεφ, κορυφαίου οικονομικού διαπραγματευτή της Ρωσίας με την κυβέρνηση Τραμπ, δείχνει ότι η ατζέντα της Μόσχας περιλαμβάνει πολύ περισσότερα από την Ουκρανία.

Αν ο Πούτιν πετύχει τους στόχους του, το ουκρανικό ενδέχεται να βρεθεί απλώς ως ένα από τα πολλά θέματα της ατζέντας των δύο ηγετών – και όχι το σημαντικότερο.