Με βάση το άρθρο 6 του ν. 2225/1994 (Α’ 77) για να αναγνωριστεί σε μέλος της πρώην βασιλικής οικογένειας η ελληνική ιθαγένεια, πρέπει ενώπιον του ληξίαρχου Αθηνών να προβεί σε ρητή και ανεπιφύλακτη δήλωση σεβασμού στο Σύνταγμα, αποδοχή και αναγνώριση του πολιτεύματος της προεδρευομένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, αποδοχή του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος του 1974, να παραιτηθεί από κάθε είδους διεκδίκηση που συνδέεται με την κατά το παρελθόν άσκηση πολιτειακού αξιώματος ή της κατοχής οποιουδήποτε τίτλου, και εν συνεχεία να δηλώσει το επώνυμό του κατά την εγγραφή στο δημοτολόγιο. Εν ολίγοις, το μόνο που απαιτείται είναι να δηλωθεί επώνυμο.

Τίποτα περισσότερο. Ολες οι λοιπές προϋποθέσεις έχουν εκπληρωθεί «από μακρού χρόνου», που θα ’λεγε ένας άλλος τέως αρχηγός του κράτους μας…

Στο ΣτΕ η απόφαση

Με την απόφασή του το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών απέρριψε ένσταση που άσκησε υπήκοος τρίτης χώρας κατά απόφασης της Προϊσταμένης του Τμήματος Χορήγησης Οικογενειακών Παροχών του ΟΠΕΚΑ που απέρριπτε αίτηση για χορήγηση επιδόματος γέννησης παιδιού. Με βάση τον νόμο, για κάθε παιδί που γεννιέται στην Ελλάδα χορηγείται επίδομα 2.000 ευρώ εφόσον η μητέρα τους ή ο πατέρας τους ή το έτερο πρόσωπο, που ασκεί την επιμέλειά τους, διαμένει νόμιμα και μόνιμα στην Ελλάδα και έχει την ιδιότητα: α) Ελληνα πολίτη, β) αλλοδαπού που διαθέτει Ειδικό Δελτίο Ταυτότητας Ομογενούς, γ) πολίτη κράτους-μέλους της ΕΕ, δ) πολίτη κράτους που ανήκει στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, ή πολίτη της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, ε) πολίτη τρίτης χώρας, ο οποίος διαμένει μόνιμα στην Ελλάδα τα τελευταία 12 έτη πριν από το έτος γέννησης του παιδιού.

Περαιτέρω δε, ορίζεται ότι το επί δωδεκαετία μόνιμο της διαμονής στη χώρα των πολιτών τρίτων χωρών αποδεικνύεται από την υποβολή δήλωσης φορολογίας εισοδήματος των δικαιούχων ή των συζύγων τους καθ' έκαστο φορολογικό έτος ή, εφόσον οι ίδιοι δεν ήταν υπόχρεοι φορολογικής δήλωσης, από τη φορολογική δήλωση, στην οποία εμφανίζονται ως εξαρτώμενα μέλη. Το δικαστήριο έκρινε ότι η διαφορά που ανέκυψε είναι ακυρωτικής φύσης και υπάγεται, κατά το άρθρο 95 παρ. 1 του Συντάγματος, στη γενική ακυρωτική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας. Το κρινόμενο ένδικο βοήθημα αποτελεί αίτηση ακύρωσης και πρέπει να παραπεμφθεί προς εκδίκαση στο Συμβούλιο της Επικρατείας.